Να που φτάσαμε και στο
σημείο να μιλάμε για την ελιά, την ψίχα
της, το λάδι και το κουκούτσι της. Να
μιμούμαστε τους Ιταλούς που πρώτοι
έφτιαξαν την ΕΛΙΑ πριν από χρόνια, ενώ
εμείς έχουμε το καλύτερο λάδι και τα
καλύτερα ''λαδώματα'' διεθνώς και
πανευρωπαΪκά, στην ενωμένη ή όχι Ευρώπη.
Κι από το κουκούτσι να
φτιάχνουμε πυρηνέλαιο, και υλικό για
κάψιμο, για ενέργεια, και από τον κορμό
της κλαδιά για το τζάκι, και από τα φύλλα
στεφάνια ελιάς, να στεφανώνουμε τους
νικητές, όπως γινόταν στους Ολυμπιακούς
αγώνες στην αρχαιότητα και στη νεώτερη
Ελλάδα.
Και να ρίχνουμε μετά
στο χώμα τις ελιές και τα φύλλα,
χρυσοπράσινα φύλλα ριγμένα στο πέλαγο
της Μεσογείου, του Αιγαίου, της δικής
μας θάλασσας και της θάλασσας των άλλων.
Κι από εκεί κατευθείαν στο ελαιοτριβείο,
θερμό ή ψυχρό, με μυλόπετρες από τη
Σαντορίνη ή με κυλίνδρους μεταλλικούς,
οικολογικό ή όχι, γερμανικής τεχνολογίας
ή ντόπιας, και μετά αποθήκευση σε δοχεία,
πλαστικά ή γυάλινα και διανομή στον
κόσμο, μηδέν ή ένα, ή υψηλότερης οξύτητας,
διαυγές, λαμπερό, κίτρινο ή πρασινωπό,
φρέσκο, αραιό ή παχύ, κατάλληλο για
φαγητά και σαλάτες, ή μια κουταλιά ωμό
στις φακές ή στα φασόλια, όπως έκανε ο
πατέρας μου στο τραπέζι μας μετά τον
πόλεμο…
Το δέντρο που έδινε, το
δέντρο που πληγώναμε, το δικό μας δέντρο,
χτυπημένο με βέργες
για να ρίξει τον καρπό του στη γη, όπως
φαίνεται σε αρχαία αγγεία και σε σύγχρονες
φωτογραφίες και γκραβούρες, το δέντρο
που μπολιάσαμε κάποτε για να δώσει καρπό
καλύτερο, το δέντρο που κλαδέψαμε κάποτε
σκληρά για να αλλάξουμε τη φορά των
κλαδιών του για ευκολία, για σκιά ή για
άλλο λόγο, δίπλα στη θάλασσα κάτω απο
ένα χαμηλό ουρανό, μέρα και νύχτα…
Σκέψεις πάνω στη συγκυρία
που ζούμε, όλοι από κοινού και ο καθένας
χωριστά, και ξαναφτιάχνουμε ελιές,
ξαναφυτεύουμε ελπίδες, χωρίς φυτοφάρμακα,
χωρίς χημικά συντηρητικά, χωρίς άλλα
πρόσθετα, βούτυρα, ορυκτέλαια, πετρέλαια,
χωρίς έλεος, αυτό ταιριάζει μόνο
ακουστικά, γιατί υπάρχει ανορθογραφία
στον γραπτό λόγο.
Αυτά και άλλα σκέφτομαι
επιστρέφοντας σπίτι απόγευμα Οκτώβρη
του σωτήριου έτους 2013, βαδίζοντας στην
Αριστοτέλους με μια ήσυχη θάλασσα
απέναντι και ένα δίδυμο βουνό πίσω της
με δυο μύτες- κορυφές δίπλα δίπλα.. έτσι
φαίνονται, αλλά δεν είναι, η μία είναι
πιο πίσω και η άλλη πιο μπροστά και
φωτίζονται από ένα γλυκό γαλάζιο και
κόκκινο που μωβίζει μπάκ λάιτ φωτισμό,
από τον ήλιο που είναι ήδη πίσω τους
τονίζοντας το περίγραμμα των κορυφογραμμών..
και κάποιοι σηκώνουν ελαφρά το βλέμμα
και αναγνωρίζουν μια ιδιαίτερη στιγμή
του βουνού των Θεών, του δικού μας
Θερμαικού.. να σηκωθούμε λίγο ψηλότερα..
χορεύοντας το δικό μας χορό της ελιάς,
πενηνταοκτώ φορές να πέφτουμε και μία
πενηνταεννιά να σηκωνόμαστε, όπως στο
ζεΪμπέκικο της ΕΥΔΟΚΙΑΣ… Ας φτιάξουμε
κι ένα κουκούτσι, να δέσει ο καρπός…