Θέα από…παλιά.
γράφει η Μαρίνα Μπίκου
Κάθε χρόνο τέτοια εποχή μία ανακατωσούρα μες στο σπίτι, μία βαβούρα. Με θυμάμαι πολύ αχνά. Θα ‘μουν δε θα ‘μουν επτά χρονών. Καθόμουν στο παιδικό μου δωμάτιο και παρακολουθούσα τη μαμά να πακετάρει τα καλοκαιρινά μας ρούχα. Ο μπαμπάς της έδινε τα χειμωνιάτικα και τα τακτοποιούσε στη ντουλάπα. Θυμάμαι τη μαμά να μου χαμογελάει και να μου δοκιμάζει ρούχα από τον περσινό χειμώνα. «Ψήλωσε το κορίτσι μου πολύ!», μου έλεγε. Νοσταλγία, αναμνήσεις καλοκαιρινές, όλα «μαζεύονταν» τέτοιες μέρες. Μέχρι και σήμερα τον νιώθω αυτόν τον κόμπο στο στομάχι όταν πακετάρω, μόνη μου πια, τα καλοκαιρινά μου ρούχα και στρώνω τα χαλιά στο σπίτι μου. Ο χειμώνας είναι μία ανάσα μακριά…
Για μια στιγμή πίστεψα πως είχα ξεμπερδέψει. Είχα τελειώσει με το πακετάρισμα και την τακτοποίηση των ρούχων. Τώρα θα ετοίμαζα ένα ζεστό καφέ και θα συνέχιζα το βιβλίο μου. Δεν τα είχα υπολογίσει καλά, όμως…Ξαφνικά κοιτάω πίσω μου. Ήταν εκεί. Όλα τους, ένας προς ένα, και με κοιτούσαν. Με κοιτούσαν τόσο επίμονα! Μα πώς μου διέφυγε; Τα βινύλιά μου έπρεπε, επίσης, να τακτοποιηθούν. Δεν έκανα πίσω, το ετοίμασα το καφεδάκι και ξεκίνησα. Για τους περισσότερους ανθρώπους μία διαδικασία σαν αυτή είναι αγγαρεία και, συνεπώς, κούραση. Για μένα είναι κάτι σαν τη Ντίσνεϋλαντ.
«…Συννεφιασμένη Κυριακή, πρώτη μέρα του χειμώνα
Σκέφτομαι τους πιο σημαντικούς ανθρώπους αυτού του αιώνα
Απ' το δεξί καθρεφτάκι ο κόσμος μένει πίσω
ποτέ δεν είχα τίποτα, κι απόψε θέλω να σε φιλήσω
να μείνεις στα μάτια μου, σ' ένα άδειο τοπίο
να κάνουμε έρωτα στο αστεροσκοπείο
κουλουριασμένοι σα μπάλα να εκτοξευθούμε
μέχρι που ειρηνικά στο διάστημα να κοιμηθούμε…
Κι απ' το ταξίδι της φάλαινας, είμαστε τόσο μακριά
σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά
κι ακούω τα πλοία, να διασχίζουν τις θάλασσες
Είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ…»
«Ντισκολάτα». Τον έψαχνα πολύ καιρό αυτόν το δίσκο. Τον είχα βρει τελικά στην Αθήνα, το καλοκαίρι που μας πέρασε. Ένα πρωινό σ’ένα παλιό δισκοπωλείο κάπου στο Μοναστηράκι. Το περίμενα πως θα ήταν έρωτας με την πρώτη «ματιά» και επιβεβαιώθηκα. Είχα επιλέξει «Το ταξίδι της Φάλαινας». Το έβαλα στο πικάπ και συνέχισα την αναδιοργάνωση της δισκοθήκης μου.
Ο γάτος είχε καθίσει πολύ ήρεμος, παραδόξως, δίπλα στο πικάπ και ακολουθούσε με τα μάτια του τις στροφές του δίσκου. Το τραγούδι τελείωσε μετά από κάποια λεπτά, βαρέθηκε κι αυτός κι απομακρύνθηκε. Αφήνω κάτι 45άρια που είχα στα χέρια μου και βάζω πάλι τη βελόνα στην αρχή του κομματιού. Ήρθε πίσω. Αθόρυβα, μα ήρθε. Κάθισε πάλι στο ίδιο σημείο, ακριβώς δίπλα στο πικάπ και αφοσιώθηκε πάλι στις στροφές του. Σας το λέω, ο γάτος μου ξέρει να εκτιμά τις καλές μουσικές…
Είχαν περάσει περίπου τρεις ώρες. Έτσι έλεγε το ρολόι τοίχου. Το δικό μου ρολόι έλεγε «ένα μισάωρο το πολύ». Το ρολόι της φίλης μου της Κ. έλεγε πως είναι η ώρα που θα έπρεπε να είμαι ήδη στα Λαδάδικα και να την περιμένω, ενώ εγώ είχα καταπιαστεί τώρα με κάτι underground συγκροτήματα από το Newcastle. Έβαλα κάτι πρόχειρο και βγήκα. Ήταν η πρώτη φορά μετά από μήνες που φόρεσα το αγαπημένο μου μάλλινο κασκόλ. Με συντροφεύει σχεδόν πάντοτε στις χειμωνιάτικες βόλτες στην πόλη. Αλλά δεν είναι θέμα συνήθειας η αγάπη που του έχω. Απλά, μου το έφτιαξε η μαμά μου και κάθε πρωί που το φοράω νομίζω πως έχει τη μυρωδιά της. Και ηρεμώ…