Αυτές τις μέρες γίνεται
πολύς ντόρος για το χακάρισμα της Sony. Για όσους δεν έχουν παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα
γύρω από την υπόθεση, hackers παραβίασαν τα ηλεκτρονικά δεδομένα της εταιρείας
με αποτέλεσμα να διαρρεύσουν στο ευρύ κοινό από προσωπικά emails διευθυντικών
παραγόντων, έως ταινίες που δεν είχαν προβληθεί καν στους κινηματογράφους.
Προσωπικές συνομιλίες που να «θάβουν» την Angelina Jolie,
οσκαρικές ταινίες να κυκλοφορούν
ελεύθερα στο ίντερνετ και μία τρομοκρατική απειλή να αιωρείται στην ατμόσφαιρα,
ανάγκασαν τους υπευθύνους της Sony να ματαιώσουν την προβολή του μήλου της έριδος:
της ταινίας The
Interview με τους James Franco και Seth Rogen.
Η υπόθεση της ταινίας αναφέρεται στον παρουσιαστή και
παραγωγό μίας celebrity εκπομπής μεγάλου βεληνεκούς και την πρόσκληση του δικτάτορα της Βορείου
Κορέας, Kim Jong-un, να του πάρουν μία συνέντευξη. Η CIA
πλησιάζει τους δύο φίλους και τους
προτείνει ένα σχέδιο δολοφονίας του δικτάτορα. Και μόνο από την υπόθεση, πολλοί
υποψιάστηκαν ότι πίσω από το χακάρισμα θα κρύβεται η Βόρειος Κορέα, κάτι που
επιβεβαιώθηκε τις προηγούμενες ημέρες από το ίδιο το FBI. Έτσι, η Sony έχοντας ήδη αποσύρει την ταινία, μπορούμε να
κάνουμε λόγο για μία ακραία λογοκρισία από μία άλλη χώρα και μάλιστα με
δικτατορικό καθεστώς, χρησιμοποιώντας ιδιόμορφα ηλεκτρονικά μέσα για την
επιβολή της.
Βέβαια, όλη αυτή η ιστορία τράβηξε από την αφάνεια μία
κωμωδία που στόχευε στην μετριότητα, τόσο καλλιτεχνικά όσο και εμπορικά.
Ξαφνικά η ταινία βρέθηκε στο επίκεντρο, με τον Obama να κάνει δηλώσεις κατά της έμμεσης λογοκρισίας
της και τον Paulo Coelho(!) να προσφέρει χρήματα για να αποκτήσει τα
δικαιώματα της ταινίας και να άρει την απαγόρευσή της. Αν και το θέμα έχει
αποκτήσει μεγάλες διαστάσεις και κανείς δεν αμφισβητεί τη σοβαρότητά του,
αναρωτιέμαι τι οικονομικά κέρδη θα μπορούσε να αποφέρει στη Sony μία πιθανή μελλοντική
διάθεσή της, έστω και με την τεχνική του Video on
Demand. Όλος ο κόσμος μιλάει πια για
αυτή την ταινία και από το πουθενά, μία χαζο-κωμωδία που θα συμβιβαζόταν με την
μετριότητα, έχει γίνει σύμβολο της ελευθερίας του λόγου. Ένα είναι το σίγουρο:
προσωπικά, αν και θα μου ήταν παγερά αδιάφορη η ταινία, μετά από όλη αυτή την
ιστορία, σίγουρα θέλω να την δω.