Τα τρώμε κάθε μέρα ή τα λαχταράμε. Ξέρουμε από πού κρατάει η σκούφια τους, τι περάσματα έχουν κάνει μέσα στην ιστορία και γιατί πήρανε το όνομα που έχουν σήμερα; Το hot dog έχει στ' αλήθεια κρέας σκύλου; Τι σημαίνει μπακλαβάς; Και τι είναι ο Οίκος της Πραλίνας;
Χοτ ντογκ (Hot Dog)
Η λέξη frankfurter προέρχεται από την πόλη της Φρανκφούρτης στην Γερμανία, όπου χοιρινά λουκάνικα σερβίρονταν με κουλούρι, ως πρόδρομοι του χοτ- ντογκ. Τα λουκάνικα frankfurter wurstchen ήταν ήδη γνωστά από το 13ο αιώνα και μοιράζονταν στον κόσμο στο πλαίσιο εορταστικών εκδηλώσεων για την ενθρόνιση του εκάστοτε αυτοκράτορα, ξεκινώντας από τη στέψη του Μαξιμιλιανού του B'. Γύρω στο 1870, ο Γερμανός μετανάστης Charles Feltman άρχισε να πουλά λουκάνικα σε ρολό στο Coney Island.
Άλλοι ισχυρίζονται ότι η ιδέα ανήκει στη σύζυγο του Γερμανού Antonoine Feuchtwanger, ο οποίος πούλησε για πρώτη φορά χοτ ντογκ στους δρόμους του Σεντ Λιούις στο Μισούρι των ΗΠΑ, το 1880.
Όσο για την ετυμολογία του όρου που φέρνει στο μυαλό δυσάρεστους συνειρμούς; Ο όρος dog για το λουκάνικο χρησιμοποιείται ήδη από το 1884 και το πιο πιθανό είναι ότι στηρίζεται στις κατηγορίες που αντιμετώπιζαν ως το 1845 οι αλλαντοποιίες ότι χρησιμοποιούσαν κρέας σκύλου για την παραγωγή των προϊόντων τους.
Μπακλαβάς
Ο τόπος γέννησης του μπακλαβά δεν είναι εξακριβωμένος. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, οι Ασσύριοι ήταν οι πρώτοι που, τον 8ο αιω. π.Χ., επινόησαν την κατασκευή λεπτών φύλλων από ζύμη με ψιλοκομμένους ξηρούς καρπούς, τα οποία έψηνανα σε πρωτόγονους φούρνους με ξύλα κι έπειτα τα σιροπιάζανε με μέλι. Από 'κει κι ύστερα εξαπλώθηκε σ' όλη την ανατολή κι έφτασε και στην Ελλάδα. Το όνομά του προέρχεται από την περσική λέξη μπακλάουι, που σημαίνει πολλά φύλλα.
Δύο χειρόγραφα βιβλία μαγειρικής Αράβων , του Ibn Seyyar El-Verrak (10ος αιώνας) και του Muhammed bin Hasan El-Bagdadi (13ος αιώνας), αναφέρουν μεταξύ άλλων τη συνταγή του μπακλαβά με γέμιση φιστίκι Δαμασκού.
Η παλαιότερη καταγραφή για μπακλαβά στα τετράδια εξόδων των Οθωμανών σουλτάνων φέρει την χρονολογία 1473. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι το γλυκό παρασκευάστηκε από τους ζαχαροπλάστες του παλατιού για τον Μεχμέτ Β', τον κατακτητή.
Από το βιβλίο Σουρναμέ του Οθωμανού παλατιανού κωδικογράφου Βεχμπί γνώριζουμε ότι το 1720 ο σουλτάνος Αχμέτ Γ' στη γιορτή που διοργάνωσε με αφορμή την περιτομή του γιου του, κέρασε στους καλεσμένους μπακλαβά ως επιδόρπιο. Ήδη από τα τέλη του 17ου αιώνα στο παλάτι των Οθωμανών επικρατούσε η παράδοση ο εκάστοτε σουλτάνος να προσφέρει, μία φορά στη διάρκεια του Ραμαζανίου, μπακλαβά στο στρατό των γενίτσαρων. Οι γενίτσαροι κρατώντας τα ταψιά (ένα ταψί ανά δέκα γενίτσαρους) συνήθιζαν να παρελάύνουν στους δρόμους της πόλης για να δει ο λαός τη γενναιοδωρία του σουλτάνου, καθώς ο μπακλαβάς ήταν ακριβό γλυκό, απρόσιτο για τον απλό λαό.
Ως τις αρχές του 20ού αιώνα ο μπακλαβάς παρασκευαζόταν μόνο στα αρχοντικά. Υπήρχαν ειδικοί μάστορες, με καταγωγή κυρίως από τη Χίο, συγκροτημένοι σε συντεχνίες , τους οποίους καλούσαν στα αρχοντικά της Κωνσταντινούπολης , όταν ήθελαν να παρασκευάσουν μπακλαβά για γιορτές ή γάμους. Υπήρχαν και πλανόδιοι μπακλαβατζήδες με καταγωγή από τη Ρωμυλία και τη Μ.Ασία. Τα πρώτα καταστήματα άνοιξαν στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα.
Πραλίνα
Ο Σεζάρ, δούκας του Σουαζέλ, κόμης της Πλεσί-Πραλέν, ήταν στρατάρχης της Γαλλίας με νίκες εναντίον των Άγγλων κι ένας από τους διαπραγματευτές της συνθήκης του Ντόβερ (1670). Ο Σεζάρ, όμως, δεν έμεινε στην ιστορία χάρη σ' αυτά του τα κατορθώματα, αλλά χάρη σε μια καραμέλα.
Ο Σεζάρ ζήτησε από τον Κλεμάν Ζαλουζό, υπασπιστή κουζίνας, να του φτιάξει αμύγδαλα τσιγαρισμένα με ζάχαρη. Το γλυκό αυτό γνώρισε γρήγορα επιτυχία με την ονομασία αμύγδαλα πραλίνες (1667). Ο Ζαλουζό έπειτα εγκαταστάθηκε στη γενέτειρά του, τη Μονταρζί, και ίδρυσε τον Οίκο της Πραλίνας. Γύρω στο 1680 τα αμύγδαλα πραλίνες, ονομάστηκαν απλώς πραλίνα.
Με τον καιρό θεωρήθηκε καλύτερη πραλίνα αυτή που περιέχει φουντούκι. Πραλίνα, πλέον, δεν είναι μόνο η καραμέλα που περιέχει ξηρό καρπό, αλλά την ίδια ονομασία δίνουμε πλέον και σ' όλη τη διαδικασία του θρυμματισμού της καραμέλας με τον ξηρό καρπό, ώστε να μπορεί να απλωθεί και να γίνει η γνωστή μας κρέμα.