Στο 60
ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είχαμε παρακολουθήσει την ταινία του Robert Eggers, με τίτλο The Lighthouse, μέρος του προγράμματος «Round Midnight». O Eggers μας έδωσε μία πρώτη γεύση από το ανατριχιαστικό μυαλό και κινηματογραφικό ταλέντο του το 2015, με το The Witch: A New England Folktale, μία ταινία εποχής-τρόμου, η οποία τιμήθηκε με το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Sundance. Φέτος επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με ένα ακόμη πιο ώριμο όραμα, το οποίο απαιτεί τη προσοχή μας και τη κερδίζει πανηγυρικά.
Το
The Lighthouse έρχεται κοντά στο The Witch, καθώς πρόκειται για μία ακόμη ταινία εποχής με στοιχεία φαντασίας και τρόμου. Εντούτοις, ο Eggers δεν επαναλαμβάνεται, δημιουργεί ένα ριζικά διαφορετικό έργο, μέσω της «παλαιωμένης» αισθητικής και της υπνωτικής, εφιαλτικής αφήγησης, διανθισμένη με κωμικά στοιχεία.
Πρωταγωνιστικός χώρος είναι μία βραχονησίδα και ο φάρος που βρίσκεται στο κέντρο της, στα τέλη του 19
ου αιώνα. Στο πλαίσιο αυτό αναπτύσσονται οι χαρακτήρες των Winslow (Robert Pattinson) και Thomas (Willem Dafoe). Ο Winslow είναι ένας πρώην ξυλοκόπος, ο οποίος προσπαθεί να ξεκινήσει τη ζωή του από την αρχή. Αποφασίζει να γίνει βοηθός φαροφύλακα σε ένα απομακρυσμένο και απομονωμένο μέρος, μακριά από τον τόπο του, με απώτερο σκοπό να μαζέψει μερικά χρήματα και να αποσυρθεί μόνος και ήρεμος. Ο Thomas είναι ο φαροφύλακας που τον περιμένει, ένας ιδιότροπος γέρος, ο οποίος του απαγορεύει να πλησιάσει το φως στην κορυφή του φάρου, διότι, όπως δηλώνει, «του ανήκει». Τα μυστικά τους και η εμμονή τους γύρω από το φως, σε συνδυασμό με τη μυστήρια ατμόσφαιρα που τυλίγει το νησί, είναι τα καύσιμα που τρέφουν την αφηγηματική μηχανή της ταινίας.
Η προσέγγιση της κινηματογραφικής αισθητικής είναι, ίσως, η πιο ισχυρή φωνή του
The Lighthouse. Η ταινία είναι ασπρόμαυρη, γυρισμένη με φιλμ και όχι ψηφιακά, ενώ η αναλογία απεικόνισης (aspect ratio) είναι 4:3, όπως οι περισσότερες ασπρόμαυρες ταινίες του περασμένου αιώνα και όχι 2:39:1, όπως οι προβολές των τελευταίων δεκαετιών. Η «παλαιωμένη» αυτή αισθητική δημιουργεί μία ξεχωριστή και ασυνήθιστη εμπειρία για το σύγχρονο κοινό.
Ωστόσο, το
The Lighthouse δεν είναι απλώς μία όμορφη ταινία, της οποίας η γοητεία σταματά στα ρηχά. Η εντυπωσιακή της εικόνα επικοινωνεί με την αφήγηση και τις καθηλωτικές ερμηνείες των ηθοποιών, ενισχύοντας την ένταση του συνολικού αποτελέσματος.
Η ιστορία θυμίζει παραδοσιακό παραμύθι, με προφανείς επιρροές από κείμενα του H. P. Lovecraft και την αρχαιοελληνική μυθολογία. Η ζωή του φαροφύλακα θυμίζει σισύφεια προσπάθεια, ένα γνώρισμα που αντανακλά τον χαρακτήρα του Winslow, ο οποίος τρέχει μακριά από το παρελθόν του, πασχίζοντας να αποφύγει τη σύγκρουση με αυτό. Η επιθυμία του αποτελεί μέρος της θεματικής της ταινίας και λειτουργεί ως συμβολική αιτία της κατάληξης της πλοκής.
Άλλα θέματα που εντοπίζονται στη ψυχή της αφήγησης είναι η απώλεια της προσωπικής ταυτότητας, η έλλειψη εμπιστοσύνης και η καταπίεση μίας ανώτερης, «πατρικής» (ή θεϊκής) φιγούρας. Ο χαρακτήρας του φάρου και του φωτός είναι θολός. Ενδεχομένως, αποκαλύπτει τον κίνδυνο της εμμονής γύρω από έναν στόχο, ο οποίος καταντά κενός. Υπό το βάρος της απουσίας ενός ανωτέρου νοήματος, ο άνθρωπος καταρρέει. Το «φωτεινό αντικείμενο του πόθου» φέρνει επίσης κατά νου τη φωτιά στον μύθο του Προμηθέα και τον ήλιο στον μύθο του Ίκαρου.
Η ένταση γεννάται μέσα από τους χαρακτήρες και τη μεταξύ τους δυναμική. Και οι δύο είναι μυστήριοι και απρόσιτοι. Δεν μπορούμε να τους εμπιστευτούμε, όπως ούτε και ο ένας τον άλλο. Ο φόβος από την άλλη, παράγεται από τις αναπόφευκτες συνέπειες που γνωρίζουμε ότι ακολουθούν τις παραβιάσεις των κανόνων και από τη σχέση μας με τον χωροχρόνο της ταινίας. Αδυνατούμε να προσανατολιστούμε χρονικά και χωρικά. Η ροή του χρόνου, μέσω του μοντάζ και μέσω της πρόσληψης των χαρακτήρων, είναι απροσδιόριστη. Την ίδια στιγμή, ενώ ο χώρος είναι καθορισμένος (η νησίδα), η κάμερα εναλλάσσει διαρκώς την οπτική της γωνία: άλλοτε λειτουργεί ως εξωτερικός παρατηρητής, άλλοτε υιοθετεί το βλέμμα των χαρακτήρων. Συνεπώς, για ένα σημαντικό μέρος της ταινίας, δυσκολευόμαστε να διαχωρίσουμε τις δύο οδούς – πότε παρατηρούμε άμεσα τη πραγματικότητα και πότε μέσω του φίλτρου των χαρακτήρων, οι οποίοι σταδιακά χάνουν τα λογικά τους.
Η ταινία μας απορροφά σε δύο επίπεδα, μέσω της επιβλητικής αισθητικής και της μυστηριώδους αφήγησής της, σαν αναπόδραστη δίνη, η οποία συνεχίζει να μας κρατά στο βάθος της και μετά τους τίτλους τέλους. Αδιαμφισβήτητα, οι περισσότεροι/ες που θα γοητευτούν από το αριστουργηματικό «φως» του «Φάρου» του Eggers θα θέλουν να παραμείνουν αιχμάλωτοι αυτής της αλησμόνητης κινηματογραφικής εμπειρίας. Εκεί θα βρίσκομαι κι εγώ μαζί τους.