Τριακόσιες εξήντα πέντε ξεκινήσανε εκείνη τη νύχτα, μα
εκείνη η πρώτη βρέθηκε στο σπίτι, στο δωμάτιο.
Ολόκληρη η πόλη, σφιχταγκάλιαζε στους δρόμους της και στα σοκάκια της
καλοφορεμένες ψυχές με καρδιές από ρόδια
έτοιμες να σπάσουνε σε χίλιες ευχές,
αποφασισμένες να ‘ρθουν στη ζωή
(τους).
Στραφταλίζοντα τσιμέντα, νόμιζαν, πως ήτανε σημάδια προς τη
μαγεία.
Λίγο όμως γνώριζαν πως, σ’ εκείνη την πόλη οι άνεμοι ήταν πονηροί
και πάντα φύσαγαν.
Σηκώνανε κύματα, να πνίξουνε καημούς.
Μπλέκανε μαλλιά, να κρύψουνε τις σκέψεις.
Άνοιγαν τα παραθύρια, να ξεχύσουν μυρωδιές.
Σκάγαν γιασεμιά, να βάλουν στις καρδιές μπουρλότο.
Έτσι φτάσαμε και στο δωμάτιο.
Εκεί, όπου τα σκαλίσματα φιλούσαν τα λευκά ταβάνια και τα πατώματα
τραγουδούσανε σκοπούς.
Εκεί όπου τα φώτα γυαλίζανε τα βλέμματα, εκεί.
Εκεί έγινα ολόκληρη προτζέκτορας και οι τοίχοι άσπιλα
σεντόνια
που πάνω τους ήρθανε και σκάσανε
νησιά πυροτεχνήματα.
Τα κρέμασα έξω στο μπαλκόνι, για όλο τον κόσμο να τα δει (νόμιζαν βλέπεις, ώρας
ένεκεν).
Εκεί όμως θα τα βρεις να ανεμίζουνε, ασίγαστα ακόμη.