-Ουαου. Ποτέ δεν έχω δει τον ουρανό τόσο κοντά στον Ισημερινό.
Είχανε ήδη γυρίσει στο ξενοδοχείο, όμως αυτός επέμενε για
μια βραδινή βόλτα παραθαλάσσια. Ήταν οι τελευταίες τους μέρες μαζί. Αυτή κι αυτός.
Αυτοί και η χώρα. Αυτός και η θάλασσα. Πως να αρνηθεί. Δεν ξεχνούσε πως δεν μεγαλώσανε
όλοι σαν κι αυτή.
-Πάντα σε συνέπαιρνε τόσο η φύση; Μου λέει.
-Όχι. Απεχθανόμουν ό,τι είχε να κάνει με αυτή. Μου θύμιζε πάντα τη μαμά να επιμένει
να σηκωθώ από το πίσω κάθισμα για να θαυμάσω τη διαδρομή. “Που θα τα ξαναδείς αυτά;”,
έλεγε. Και να σου όμως.
Στο μεταξύ, αυτός είχε σηκωθεί και κλωτσούσε την ασπρίλα των
κυμάτων. Φωσφόριζε μέσα στο σκοτάδι τόσο αυθάδικα.
-Μα κοίτα πόσο στρογγυλή είναι αυτή η πέτρα. Μπορείς να μου
το εξηγήσεις πως γίνεται, έτσι;
-Ας το αφήσουμε να εκκρεμεί, για την επόμενη συνάντηση μας. Σε μια άλλη χώρα.
Τον κοιτούσα να στέκεται πιο μπροστά, με πλάτη σε μένα. Σταυρωμένα
τα χέρια εγώ. Κατάματα τα κύματα αυτός. Δεν ξέρω τι σκεφτότανε, δεν είχε και σημασία
– δεν με αφορά, όμως εγώ, βλέποντας τον με το γαλάζιο του σορτς που το φύλαξε αποκλειστικά
για αυτό το ραντεβού στην ακτή, δεν μπόρεσα να μην φέρω στο νου μου πόση παιδικότητα
κουβαλούσε πάνω του. Σα να έβλεπα τον μπαμπά, έξι χρονώ να τρέχει στην αμμουδιά
για πρώτη φορά. Και τώρα που το ξανασκέφτομαι, σα να του φέρνει λίγο. Έχουνε
τα ίδια μάτια. Βαθιά καθαρά μπλε. Διαπερνούν την ψυχή σου με ευκολία. Τι καθησυχαστικό
να ξέρεις πως υπάρχουν άνθρωποι στον κόσμο που δεν μπορείς να τους κρυφτείς.
Πως είσαι διάφανη. Πως θέλεις να είσαι διάφανη. Η μεμβράνη που τυλίγει τον κόσμο.
Ολόκληρο τον κόσμο κι αυτός μπορεί να σε δει. Εσένα και όλα αυτά που εσύ η μικροσκοπική
κρατάς ενωμένα με τόση δύναμη και αδυναμία.
Σα να του μοιάζει λίγο, πράγματι. Ωχ, αυτό δεν είναι καλό τώρα
που το σκέφτομαι. Η Ηλέκτρα αρχίζει και κάνει πέρα την Αντιγόνη, γέλασα από μέσα
μου. Η πάλη των τραγικών, εκεί στα κύματα και αυτός δεν είχε ιδέα όσο έπαιζε μαζί
τους. Μπορεί να ήταν και τα ίδια που με παρασέρνανε τόσα καλοκαίρια, από το ένα
μέρος της Ελλάδας στο άλλο. Τα ίδια που τσούζανε τα μάτια μου και τον λαιμό μου
να τσούζανε τώρα και την καρδιά μου, μονάχα επειδή τα χάιδευε – κι αυτό με προσοχή
σαν συλλογή από πορσελάνινους Μάο σε ξένο σπίτι. Με προσοχή για να τον καλοδεχτούν
και πάλι πίσω αν επιστρέψει.
Πήρα επιτέλους τα μάτια μου από πάνω του και κοίταξα πάνω. Έλαμπε
κι αυτό το άτιμο. Κι όπως ήταν βουτηγμένο στην ατέλεια της μαύρης παρέλασης των
συννέφων, δεν μπορούσα πάρα να κρατήσω την αναπνοή μου, δεν μπορούσα πάρα
να ανοίξω τα μάτια διάπλατα και δεν μπορούσα πάρα να σκεφτώ πόσο εκπληκτικά μεγαλύτερα
είναι όλα από εμάς. Όλα από όλα. Η παλίρροια θα ανεβοκατεβαίνει – πάντα, τα φύλλα
θα θροΐζουν – πάντα, το αεράκι θα μας ανατριχιάζει πάντα, κι εμείς θα το βρίσκουμε
σαν δικαιολογία για να μην ξεστομίσουμε σε ανύποπτο χρόνο στον άλλον: “Δεν ήταν
το αεράκι, εσύ ήσουν.”. Πάντα. Εις τους αιώνας των αιώνων.
Εκείνη τη στιγμή ήμουν μια μικρή κοπελίτσα στεκούμενη σε ένα
μικρό σημείο πάνω στον κόσμο, νιώθοντας ένα μεγαλείο μέσα της. Και ακούγοντας
το Μπλου Μουν της Γιοχάνσον να το σφυρίζουν οι άνεμοι. Αυτό βέβαια πριν μου έρθει
εκείνη η κυματάρα στη μάπα, πριν αρχίσει αυτός να γελάει, πριν αρχίσω εγώ να φωνάζω
και πριν μου πει…
-Πω πω φωνή! Είσαι πολύ Ελληνίδα τελικά.
Τελικά ίσως και να είμαι. Και που ξέρεις, σκέφτηκα, αυτό
το κύμα που άγγιζε και ξανάγγιζε μέσα στις χούφτες του, που ξέρεις. Μπορεί να ταξιδέψει
πίσω στα μέρη μου, να έρθει να τους φιλήσει την ακτή και να μου θυμίσει όταν θα
μου λείψει μια μέρα, πως η μοναξιά είναι σχετική.
Γιατί σε ολόκληρο τον γαλαξία, εμείς θα είμαστε πάντοτε μισό πλανήτη μακριά.
περισσότερα εδώ