Εγώ να ξέρεις, ακούω τα μάτια σου, έβγαζα
σε κάποιους άλλοτε. Και φτάσαμε να βγάζω θλίψη πραγματική και φόβο. Απ’ αυτόν
που οι μάνες παλιά κρύβανε κάτω απ’ το πάπλωμα. Κι έτσι δεν ήξερες ποτέ κανέναν
να φοβάται.
Δεν μπορούσα πλέον να τον συγκρατήσω, ήμουν μια αδύναμη και
φάνηκε. Παραμόνευε πίσω απ’ τη σχισμή των χειλιών μου, την πιο άκαμπτη και από
κούτσουρο καμένο από τον πιο άγριο εμπρησμό.
Έτοιμος να πεταχτεί, σαρκοβόρο δαιμόνιο για όποιον ζητούσε εξηγήσεις, μη τυχόν
και απολογηθώ.
Γιατί τώρα, ήταν ώρα για αλήθειες. Τώρα κανένα Πρόζακ στον
κόσμο δεν σβήνει αυτή την κόλαση που ξέσπασε, ξέφρενη, έξαλλη – πολλά
υποσχόμενη να με πάρει μαζί της φεύγοντας.
Και όλοι οι Θεοί του κόσμου δεν ξέρανε τι θα αφήναμε πίσω.
Η κόλαση μου, πάντα το ήξερα ότι ήταν οι άλλοι.
Αν δεν ήταν αυτοί, ποτέ μου δεν θα μάθαινα τόσο επίπονα την τραγικότητα που καταράστηκε
τον χαρακτήρα μας. Τη μοίρα μας. Τα ένστικτα μας.
Κι αν τη Φύση εξύμνησα τόσο, στα σταυροδρόμια ένιωθα μονάχα,
παραπαίοντας ανάμεσα σε ρόδες.
Φοβισμένα σαν μάνα. Απρόσεκτα σαν παιδί. Διψασμένα σαν αδρεναλίνη. Χαμένα όπως ποτέ
δεν θα μάθεις.
Κι αν οι υπολογισμοί δεν βγαίνανε σωστοί, η άσφαλτος πάλι
την ομορφιά θα έδειχνε.
Γιατί είμαστε πιο όμορφοι, όταν είμαστε οι πιο βαθιά καταρρακωμένοι.
~
Όταν λέω ότι δεν ήθελα να τα ζήσω όλα αυτά, θέλω να με πιστεύεις.
Το καλό ήταν ότι δεν τα έζησα.
Το χειρότερο ήταν ότι τα ένιωθα σα να τα ζουσα.
(Θα ξυπνήσω μια μέρα και θα είναι χειρότερα κι από ένα όνειρο)
Δεν γράφουμε πάντα από αγάπη για τις λέξεις, ξέρεις. Γράφουμε
με δυσκολία και από υποχρέωση προς αυτά που ξεβράστηκαν στα πόδια μας. Για τις επόμενες
γενεές, μήπως και βρουν θεραπεία στους ανείπωτους φόβους.
Δεν γράφουμε πάντα από αγάπη για τις σκέψεις μας, ξέρεις. Γράφουμε
για άμυνα, προς τις μελλοντικές επιθέσεις των.
Γιατί ποιος ξέρει πόσες απώλειες θα μετρήσω αυτή τη φορά.
Οι μέρες που έχασα, ταξιδεύουν πάνω σε πλακόστρωτα από πικραλίδες
και πάνε.
Οι μέρες που με βρήκανε, μπήκανε μέσα από μια πόρτα αρχιτεκτονικού
λάθους.
Τώρα ανύποπτα, γίνονται διόδια φαντάσματων.
Αυτοκαταδικασμένη σε άνθρωπο, σφοδρότερα απ’ ό,τι προορίστηκε
ποτέ κανένας.
*(Όπως μου τα διηγήθηκε εκείνη η κοπέλα, που κάθε φορά προσπαθώ
να ξεχάσω το όνομα της, μονάχα για να το ξαναθυμηθώ απ’ την αρχή σα να μην το είχα
ακούσει ποτέ μου.)