Τον μετέφερα σαν θερμότητα από σώμα σε σώμα, τον
κόσμο μου. Να πάρει μέτρα. Να κόψει. Να ράψει με χέρια τρεμάμενα. Να ισιώσει
τις τσαλάκες με κύκνειο χάδι. Αργά, σχεδόν μητρικά να περιλούσει για να βάλει
μια και καλή φωτιά σαν επαγγελματίας απατεώνας. Και με λέγαν
νιτρογλυκερίνη.
Ακατέργαστα γεύτηκε η άκρη του δαχτύλου μου την ύπαρξη που
κουβαλήσανε τα χρόνια σου.
Αλήτικα αραδιάστηκε και πότισε τις σόλες των παπουτσιών
μου.
Δεν στραβοπατούν ποτέ. Δεν επρόκειτο να στραβοπατήσουν,
σκεφτόμουν, και οι φοίνικες που έβγαλες από το καπέλο σου γλείφανε τις στάχτες
τους.
Όσο πιο αναπάντεχα τα γεγονότα, τόσο πιο ξεκρέμαστοι οι
άνθρωποι.
Ξεκούρδιστοι.
Την μεγαλύτερη διαύγεια την έζησα πριν με στοιχειώσει.
Φέρε τα φάρμακα σου, θα φέρω τις πληγές μου.
Η καταδίωξη αλμυρή ακόμη, στα γόνατα που έσκισα. ”
*
όπως μου τα διηγήθηκε η “2” μετά από μερικά ποτήρια κυνισμό. Σε χαμηλό. Με πάγο.