* «η θάλασσα..που συγκλονίζει την
καρδία μου..» Julio Iglesias, La Mer
H ιδιαίτερη σχέση της Θεσσαλονίκης με το λιμάνι της και
γενικότερα με τη θάλασσα είναι στοιχείο που έχει συζητηθεί, σχολιαστεί και
αναλυθεί εκτενώς είτε υπό ένα ποιητικό πρίσμα, προσδίδοντάς της αυτή την
ξεχωριστή ομορφιά, είτε στο πλαίσιο επιστημονικών προσεγγίσεων για το ρόλο του
θαλάσσιου μετώπου στην εξέλιξη της πόλης. Οι ιστορικοί μετασχηματισμοί, πέραν των
πληθυσμιακών αλλαγών εμπεριέχουν σε μεγάλο ποσοστό και τη χωρική μεταβολή των
ορίων της πόλης ως προς τη θάλασσα. Συγκεκριμένα από το 1869 ξεκινά η
κατεδάφιση των τειχών και η εγκατάσταση πληθυσμού εκτός αυτών, ενώ λίγο
αργότερα γκρεμίζεται μέρος του τείχους στο
ύψος της οδού Βενιζέλου προκειμένου να κατασκευαστεί εκεί εν συνεχεία η Α’
προβλήτα. Σχεδόν ένα αιώνα αργότερα, κι ενώ η ανατολική ακτογραμμή
μετασχηματίζεται με επιχωματώσεις στο γραμμικό μέτωπο της σημερινής «Νέας
Παραλίας», η Α’ προβλήτα χαρακτηρίζεται ως ιστορικός τόπος, ενώ κρίνονται
διατηρητέα κάποια από τα κτίρια στα οποία θεσμοθετείται αργότερα από τον
Ο.Ρ.Θ η χωροθέτηση «δραστηριοτήτων πολιτισμού» με στόχο την ενσωμάτωση του
λιμανιού στην καθημερινότητα της πόλης. Το 1994, με αφορμή την «Πολιτιστική
Πρωτεύουσα» οι εγκαταστάσεις της Α’ προβλήτας εντάσσονται στην υποδομή των
εκδηλώσεών της διοργάνωσης, ενώ λίγο αργότερα θα πραγματοποιηθούν σειρά
επεμβάσεων και τροποποιήσεων στα κτίρια προκειμένου να φιλοξενηθούν οι χρήσεις
που συναντάμε μέχρι σήμερα, με αίθουσες κινηματογράφου, λιμεναρχείου, μουσείου
φωτογραφίας και μιας ιδιωτικής επιχείρησης αναψυχής.
Περίπου ένα χρόνο
πριν, το Μάρτιο του 2012 ολοκληρώθηκε η Ανάπλαση της Α’ προβλήτας, σε μελέτη
της Κ. Ουδατζή, δίνοντας στην πόλη ακόμη μια «διέξοδο» προς τη θάλασσα, μετά την
ανάπλαση της πλατείας του Λευκού Πύργου, της Κ. Τσιγαρίδα, αλλά και τη Νέα Παραλία,
των Π. Νικιφορίδη και B.
Cuomo. Το τμήμα της
προβλήτας που πραγματοποιήθηκε το έργο βρίσκονταν μέχρι πρότινος σε πολύ κακή
κατάσταση, ενώ μεγάλο μέρος του χώρου καταλαμβάνονταν από το parking της επιχείρησης αναψυχής που
λειτουργεί σε μια εκ των αποθηκών. Αυτός ο νέος χώρος, η «ήπια ανάπλαση» όπως
άλλωστε χαρακτηρίζεται και από την αρχιτέκτονα, αποφεύγει τις μεγάλες
χειρονομίες και αρχιτεκτονικές υπερβολές και περιορίζεται σε ένα όσο το δυνατόν
λιτό λεξιλόγιο επεμβάσεων αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την ιστορία του τόπου. Η
επιτυχία ενός τέτοιου έργου σαφώς δεν μπορεί να κριθεί σε τόσο σύντομο χρονικό
διάστημα, ωστόσο όπως αποδεικνύεται από τα πρώτα κιόλας σαββατοκύριακα της
άνοιξης, η προβλήτα γεμίζει ζωή-λειτουργεί- κι αυτό είναι που τελικά καθορίζει
ένα δημόσιο χώρο.
Παρόλ' αυτά, αυτό που
συνεχίζει να αποτελεί προβληματική περίπτωση στην ευρύτερη περιοχή του λιμανιού
είναι η «υπολειτουργία» του υπόλοιπου κτιριακού αποθέματος, των αποθηκών, αλλά
και του εκπληκτικού κτιρίου του τελωνείου, του 1910, σε σχέδια του Ελί Μοδιάνο.
Σχετικά με την συγκεκριμένη περιοχή επικρατεί φημολογία για την αξιοποίησή της
και την απόδοσή της Β’ προβλήτας στην πόλη, ενώ το 2011 εξετάστηκε εκτενώς στο
πλαίσιο του συνεδρίου «Δημόσιος χώρος..αναζητείται», από ομάδα φοιτητών αρχιτεκτονικής
με επικεφαλής τον Α. Τριποδάκη. Αυτό που γίνεται σαφές με την ανάπλαση της Α’
προβλήτας αλλά και από τις υπόλοιπες επεμβάσεις στο παραλιακό μέτωπο είναι πως
η πόλη έχει ανάγκη να επαναπροσδιορίσει τη σχέση της με τη θάλασσα και
ιδιαίτερα με το λιμάνι ως φορέα έντονης μνήμης και ιστορίας. Η ενεργοποίηση και
συνεργασία όλων των εμπλεκόμενων φορέων καθώς και η ισορροπημένη συνδιαχείριση δημόσιου
και ιδιωτικού τομέα, καθότι ο Ο.Λ.Θ αποτελεί Α.Ε από το 1999, αποτελούν βασικές
προϋποθέσεις για την επιτυχή έκβαση των μελλοντικών επεμβάσεων ανάπλασης και
αξιοποίησης της περιοχής, μεταβάλλοντας ουσιαστικά και καθοριστικά την ιστορική
σχέση της πόλης με το λιμάνι της.