Όταν θέλω να βρω παρηγοριά, να ακούσω κάτι πραγματικά ενδιαφέρον, αφού πάντα παίρνει προεκτάσεις στο μυαλό μου και ιντριγκάρει τη σκέψη μου, παίρνω το λεωφορείο. Έτσι και αλλιώς, το χρειάζομαι για να κυκλοφορήσω, από κέντρο προς δυτικά κυρίως, καμιά φορά και ανατολικά. Η Δύση βέβαια είναι αυτή που μου προσφέρει τις πιο ενδιαφέρουσες ιστορίες, παράλληλες με τη δική μου ζωή ξεδιπλώνονται μπροστά στα αυτιά μου και τις ρουφάω-ποιος ξέρει μπορεί κάπου να μου χρειαστούν.
Όρθια σε ένα από αυτά, αν και το πήρα από την αφετηρία, πλημμύρισε μονομιάς με κόσμο, που έσπευσε να βολευτεί. Στάθηκα, όπως το συνηθίζω, στη γωνιά μου παραδίπλα από το μηχάνημα με τα τσουχτερά πια εισιτήρια, σκάλωσα τις τσάντες που πάντα κουβαλάω -δεν ξέρω πώς καταλήγω με τόσες κάθε φορά-και έχωσα τα ακουστικά στ' αυτιά μου, η μουσική πάντα εκεί. Η πενήντα φεύγα, ίσως και εξήντα παρά κυρία που καθόταν μπροστά μου στις τρομερές αυτές θέσεις του ενάμησι ατόμου ξαφνικά φώναξε ένα όνομα εξωτικό και έκανε νόημα σε μια άλλη κυρία να καθήσει στη μισή θεσούλα, στριμώχτηκε και λίγο, τα κατάφεραν. Η άλλη ευγενική, έμοιαζε σοφή, σαν να είχε ζήσει πολλά, τα μάτια της το μαρτυρούσαν, με μία κόμμωση κάπως ξεπερασμένη, που τόνιζε όμως τα τριγωνικά χαρακτηριστικά της, μαζί με το αιλάινερ, έδεναν πάνω της θαρρείς. Έβγαλα το ένα ακουστικό, στερέωσα καλύτερα τις τσάντες μου που χόρευαν στο ρυθμό της λακούβας και κοιτώντας μία έξω, μία τα μάτια των γυναικών έγινα μάρτυρας ενός διαλόγου αρκετά κοινού, με πολλές αποχρώσεις και προεκτάσεις, ανάλογα πώς θα το δει κανείς.
Δύσκολα τα πράγματα για το παιδί τάδε μου, κάθε μέρα μάθημα 4 ώρες μέχρι να μάθει τη γλώσσα, δε σ' αφήνουν έτσι οι Γερμανοί πρώτα θα μάθεις και μετά θα δουλέψεις, καλά είναι δε λέω, ευχαριστημένη, αλλά βροχή και κρύο κάθε μέρα, σαν την Ελλάδα δεν έχει, τί ψώνισες–ανοίγοντας διακριτικά τη σακούλα της εξωτικής κυρίας, α πολύ ωραίο μεγιά σου και ΄δωστου για την κόρη και για τις δυσκολίες. Η άλλη κουνούσε το κεφάλι, ξένος σε ξένο τόπο, ναι μάλλον ήξερε τι θα πει δεν χρειαζόταν επεξηγήσεις. Και χωρίς μάθημα τα ελληνικά τα έμαθε και τώρα που τα ξέρει τι να τα κάνει μπορεί να σκέφτεται-σκέφτηκα εγώ. Ο διάλογος εν τέλει εξελίχθηκε σε μονόλογο αφού η κυρία από την Ελλάδα εξηγούσε παραστατικά διάφορες περιπτώσεις, δίνοντας έμφαση στο δράμα τους με τις δουλειές που δεν υπάρχουν πια. Και η εξωτική κυρία έγνεφε κάθε τόσο με κατανόηση αλλά και ένα βλέμμα που ταξίδευε παράλληλα, δεν μπορούσε φαίνεται να γεμίσει τη στιγμή της από αυτά που άκουγε από την -μάλλον-εργοδότριά της νυν ή πρώην ποιος ξέρει. Η άλλη φυσικά αγρόν ηγόραζε γιατί είχε και προβλήματα. Όχι ότι δεν είχε βέβαια, μην λέμε και χαζά, αλλά να, δεν μπόρεσα να τη λυπηθώ και ας μην είμαι και 'γω εξωτική. Ήθελα απλώς να τη ρωτήσω, γιατί δεν κάνει ένα διάλλειμα να ρωτήσει την εξωτική κυρία τι κάνεις, τα δικά σου τα παιδιά, ο άντρας σου δεν μπορεί κάποιον θα είχε και αυτή, όλοι κάποιον έχουμε. Που θα πάει θα το πει κάποια στιγμή, σκέφτηκα. Κατέβηκα χωρίς να το ακούσω τελικά, αλλά λογικά στην αρχή δεν τα ρωτάνε αυτά; Φαντάστηκα τη συνέχεια της διαδρομής τους, τις πόρτες να ανοιγοκλείνουν, την εξωτική κυρία να γνέφει και να σκέφτεται στη γλώσσα της τι άλλο της μένει να κάνει ως το βράδυ, να υπολογίζει τα λεφτά του σουπερμάρκετ και τέλος να σηκώνεται στη στάση της, να χαιρετάει διακριτικά, να εύχεται, καλή τύχη, καλή δύναμη, καλή αρχή, πάντως να εύχεται. Για την ίδια τι να ευχότανε άραγε; Για τα δικά της παιδιά; Φαινόταν να μην είναι ο τύπος που πιστεύει σε θαύματα πάντως, αν και η σπίθα στη ματιά που έκρυβε το αιλάινερ με έκανε να τη φανταστώ να γελάει και να διασκεδάζει με τους δικούς της ανθρώπους, ναι, της πήγαινε αυτό.
Στη μεγάλη κατηφόρα, πριν την ξεχάσω ευχήθηκα να μην έχασε κανένα μεροκάματο και ας έπρεπε να ακούει τις κυρίες με τα βάσανά τους. Άλλωστε αυτή η κυρία της προσέφερε τη μισή θέση, τη μισή αξιοπρέπεια, τη μισή ζωή ξένη σε ξένο τόπο που κάποτε τη δελέασε, τη γέμισε ελπίδα και την έκανε να μάθει σχεδόν άπταιστα-χωρίς 4άωρα υποχρεωτικά- τη γλώσσα του Οδυσσέα, που γύρισε κι αυτός ξένος στον τόπο του και ποιος ξέρει τι σκεφτότανε αλήθεια.