Χτες το
βράδυ ονειρεύτηκα έναν άνθρωπο με μάτια πεινασμένα,
έναν
άνθρωπο που ταξίδευε στην απέραντη ανοικτή λεωφόρο.
Άκουγες
τον απόηχο που άφηνε η καμπάνα της ελευθερίας.
Έπειτα
με μια βαλίτσα επιθυμίες αγνάντευε ωκεανούς,
ποτάμια
που υποδήλωναν την ρευστότητα του κόσμου.
Λένε πως
η πρώτη αγάπη υπάρχει για ν’ ανήκει στο παρελθόν
και πως
γενικά το ταξίδι μοιάζει με χάπι παυσιθάνατο.
Λένε πως
τα μαύρα δάση απλώνονται επικίνδυνα στον βορρά
και πως
η κρίση είναι μια γριά που φοράει άτσαλα το κραγιόν.
Ονειρεύτηκα
σουρεάλ ξενοδοχεία που νανουρίζουν λαγούς.
Γιατί
άραγε αυτές οι βιαστικές εποχές δε σε θέλουν ξέγνοιαστο;
Δε
θυμάμαι αύριο που ήμουν κι εχτές δε προβλέπω που θα ‘μαι,
έτσι κι
αλλιώς ποιος αφελής λογαριάζει το βέλος του χρόνου;
Και τι
θα πει πρέπει, δε πρέπει, ανόητη γενεαλογία της ηθικής;
Γέλα
μωρό μου γέλα στους γοτθικούς ρυθμούς της Ελβετίας!
Οθόνες
μ’ αναχωρήσεις για Λισαβόνα Παρίσι Δουβλίνο,
νυχτωμένα
αεροδρόμια για Βερολίνο Πράγα και Ρώμη.
Καμιά
φορά σηκώνεις το βλέμμα ψηλά κι αναρωτιέσαι…
ποιος να
είναι ο σπορέας των αστεριών στο χωράφι τ’ ουρανού;
Βέγας,
άλφα του κενταύρου, λευκοί νάνοι, μικρή άρκτος!
Χάρτες
στη τσέπη με προορισμούς και τεθλασμένες πορείες.
Ονειρεύτηκα
μπαρ που έκλειναν τρεισήμισι τα χαράματα,
μπαρ
σκοτεινά με ποτά που ακύρωναν την λογική.
Τι
λέξεις θα μπορούσαν να περιγράψουν μία θολή άβυσσο;
Τα
διεισδυτικά χέρια κάποιας που σου κάνει στριπτίζ;
Σπουδή
για ένα μεγάλο ταξίδι κάποιος ετοιμάζει στα χαρτιά.
Αεροδιάδρομοι
της βροχής, απογειώσεις, ομίχλη στα σύννεφα!
Θέλεις
να φύγεις και να χαθείς στην μαγεία της περιπλάνησης.
Όμως
ποιος ξέρει να πει αν φτάνει μια ζωή για όλο το πλανήτη;
Κι αλήθεια
μακριά από το σπίτι πόσο ν’αντέχει άραγε μία ζωή;
δημοσιεύτηκε στο περιοδικό [Κ]