Επειδή υπάρχουν κάποια βράδια, διαφορετικά από τα άλλα, ίσως βροχερά ή θλιμμένα, που σε αναγκάζουν να μείνεις σπίτι, υπάρχουν και ταινίες σαν αυτή, που σε νανουρίζουν με τη γλυκιά τους μελαγχολία.
Δεύτερη ταινία της Σοφία Κόπολα , κόρη του γνωστού Φράνσις Φορντ, με όσκαρ σεναρίου και δυο πανέμορφες ερμηνείες από τη Σκάρλετ Γιόχανσον και τον Μπιλ Μάρει στο ρόλο δυο Αμερικανών που γνωρίζονται στο Τόκυο και η απομόνωση τους στην ιαπωνική μεγαλούπολη, τους φέρνει πιο κοντά. Αυτός, μεσήλικας ηθοποιός που πήγε στο Τόκυο για να γυρίσει κάποιο διαφημιστικό και βλέπει τη καριέρα και τη ζωή του να έχει φτάσει σε τέλμα. Αυτή, ακολούθησε τον πολυάσχολο σύζυγό της μέχρι εκεί, δε ξέρει πώς να ξεκινήσει τη δικιά της. Αυτός που υποχρεωμένος να υποκρίνεται συνεχώς, χαμογελά σε αγνώστους βαριαστενάζει, πίνει ουίσκι. Αυτή που δε ξέρει πώς να περάσει το χρόνο της, περιφέρεται με απορία ανάμεσα σε νέους που παίζουν μόνοι τους ηλεκτρονικά παιχνίδια, συνομιλεί κουρασμένα με τους κοντινούς της ανθρώπους.
Η ταινία έχει ως κεντρικό θέμα την απομόνωση, αποτελεί μια μοντέρνα σπουδή πάνω στις πτυχές, τη σκοτεινότητα και τις συνέπειές της. Οι δυο πρωταγωνιστές είναι ξένοι σε μια ασιατική μεγαλούπολη όχι αφιλόξενη, αλλά πολύβουη και πιεστική. Άνθρωποι, ήχοι, ομιλίες, φώτα, χρώματα, όλα δίνουν την αίσθηση ότι τη μεγαλύτερη μοναξιά τη νιώθει κανείς όταν περιτριγυρίζεται από αγνώστους. Ωστόσο η ταινία δεν περιορίζεται στο να αποδώσει αυτή την αίσθηση στο πολιτισμικό χάσμα ανάμεσα στη Δύση και στη χαριτωμένη άποψη της Ιαπωνίας που παρουσιάζει. Ανάγει αντίθετα τα μοναξιά σε ζήτημα πανανθρώπινο, χωρίς σύνορα και διακρίσεις.
Χαρακτηριστικό είναι ότι οι σκηνές της ταινίας διαδραματίζονται στην πλειοψηφία τους σε δωμάτια ενός ξενοδοχείου, μπαρ ή εστιατόρια, χώρους ξένους δηλαδή, δημόσιους, δανεικούς. Στα πλαίσια αυτά οι ήρωες μας, που δεν έχουν ύπνο, έρχονται κοντά ο ένας στον άλλο και είναι όντως χαμένοι στη μετάφραση, όχι όμως μόνο με τους ντόπιους τη γλώσσα των οποίων δε μιλούν, αλλά κατά κύριο λόγο μεταξύ τους. Γιατί όταν όντας θυμωμένοι θέλουν να καυγαδίσουν, στρέφουν την προσοχή τους στο μενού του εστιατορίου, όταν θέλουν να πουν πόσο λυπούνται για την άσχημη συμπεριφορά τους, μιλάνε για την κακή ιδέα του να μαγειρεύεις μόνος σου το φαγητό σου, αντί να εκφράσουν την αγάπη, τη στοργή τους τη θλίψη του αποχωρισμού σχεδιάζουν να ιδρύσουν μια τζαζ μπάντα ή μια απόδραση παρέα. Πάντα κρύβονται δηλαδή, πίσω από ασήμαντες λεπτομέρειες της καθημερινότητας, ή το χιούμορ, σπανίως λένε αυτό που σκέφτονται ή που νιώθουν, μέχρι τη στιγμή που αναπόφευκτα οδηγούνται ο ένας στον άλλο, και τότε επιτέλους επικοινωνούν πραγματικά, με χειρονομίες και ψιθύρους.
Έτσι έχουμε να κάνουμε με μια ταινία χωρίς ρομαντικές εξάρσεις, δράματα και εξομολογήσεις, μια ταινία δηλαδή χωρίς αμεσότητα στην έκφραση συναισθημάτων, όπως ακριβώς συμβαίνει και στη ζωή. Αυτό οδηγεί σε μια σχέση μη βεβιασμένη και χωρίς πολλές προσδοκίες εξαρχής, από δυο ανθρώπους όμως που έλκονται εντελώς φυσικά ο ένας από τον άλλο. Ο έρωτας τους, ούτε παθιασμένος ούτε κεραυνοβόλος, εξελίσσεται ήσυχα, ντροπαλά, με τέτοια διακριτικότητα που αμφιβάλλεις για το αν υπάρχει καν. Όμως εκείνοι οι θεατές που έλκονται ανεξήγητα από τη ταινία, δείχνουν κατανόηση σε όλα αυτά, γιατί έχουν και οι ίδιοι νιώσει κάποια στιγμή την ίδια αυτή θλίψη της μοναξιάς, την ίδια δυσκολία να επικοινωνήσουν. Η αυθεντικότητα με την οποία εκφράζονται αυτά τα συναισθήματα, τους κάνει να επανέρχονται νωχελικά σε αυτή σε κάθε μελαγχολική στιγμή τους. Έτσι η ταινία ίσως να μην είναι ένα καθαρόαιμο κινηματογραφικό αριστούργημα, ώρες ώρες όμως μοιάζει σα να ξεπήδησε από το ημερολόγιο ενός ντροπαλού κοριτσιού, που προτιμά τον αυτοσαρκασμό από την αυτολύπηση και καλωσορίζει τη συντροφιά όταν τη βρει. Κάτι σα θλιμμένη, γλυκόπικρη εξομολόγηση, ή νυσταγμένο μουρμουρητό με κάποιον αγαπημένο, λίγο πριν σας πάρει ο ύπνος.