Το Persona (1966) σε σκηνοθεσία και σενάριο του Ingmar Bergman αποτελεί, σύμφωνα με τον Thomas Elsaesser, για τους κριτικούς και τους ακαδημαϊκούς που ασχολούνται με την τέχνη του κινηματογράφου ό,τι αντιπροσωπεύει το Everest για τους ορειβάτες: την υπέρτατη επαγγελματική πρόκληση. Ο David Parkinson υποστηρίζει ότι ο τίτλος της ταινίας αναφέρεται ταυτόχρονα στην ελληνική λέξη που σημαίνει «μάσκα» και στη θεωρία του Carl Jung για την εξωτερική ταυτότητα που διαχωρίζεται από την ψυχή. Δεν είναι τυχαίο που το όνομα της μίας εκ των δύο βασικών ηρωίδων είναι Alma, λατινογενής λέξη που σημαίνει ψυχή.
Μια ταινία που στηρίζεται κατά βάση στις ερμηνείες δύο μόνο ηθοποιών και διαδραματίζεται στο μεγαλύτερο μέρος της στον ίδιο χώρο, το Persona, παρά την επιφανειακή του απλότητα οδηγεί τον/τη θεατή σε περίπλοκες ατραπούς και νοήματα που διαφέρουν για τον καθένα και την καθεμία. Χαρακτηριστικό στοιχείο του μπεργκμανικού σινεμά είναι οι πολλαπλές ερμηνευτικές προσεγγίσεις των ταινιών του. Σε αυτήν την περίπτωση, μια ερμηνεία που έχει κυριαρχήσει είναι η δυαδικότητα που χαρακτηρίζει τις βασικές ηρωίδες σε σημείο που τόσο μέσω της ευρηματικής σκηνοθεσίας όσο και μέσω των διαλόγων -ή πιθανότατα μονολόγων- οι δύο ηρωίδες αποτελούν διαφορετικές όψεις μίας και μόνο γυναίκας. Ποια είναι τα στοιχεία που οδηγούν σε αυτό το συμπέρασμα, ώστε δύο διαφορετικές γυναίκες, μία απλή νοσοκόμα και μία διάσημη ηθοποιός, να αποτελούν το ίδιο απαράλλαχτο πρόσωπο;
Η πλοκή απλή και υποτυπώδης. Μια αναγνωρισμένη ηθοποιός, η Elisabet (Liv Ullmann) σταματάει για απροσδιόριστους λόγους να μιλάει και η νεαρή νοσοκόμα Alma (Bibi Andersson) αναλαμβάνει τη φροντίδα της. Οι δύο γυναίκες πηγαίνουν ένα ταξίδι αναψυχής στο παραθαλάσσιο εξοχικό της πρώτης σε μία προσπάθεια η Elisabet να απομακρυνθεί από τις ευθύνες της και να βρει τη φωνή της. Εκεί, η Alma ανοίγεται στον μοναδικό άνθρωπο που νιώθει ότι την ακούει και την κατανοεί, εκφράζοντας μυστικά, πόθους, ανησυχίες και φόβους. Οι ταυτότητες των δύο γυναικών συγχέονται, καθώς αυτές αγκαλιάζονται, συγκρούονται, προδίδουν η μία την άλλη, αλληλοεξαρτώνται.
Η θεωρία ότι οι δύο ηρωίδες αποτελούν το ίδιο πρόσωπο το οποίο εκφράζει τον πολύπλευρο εσωτερικό του κόσμο με δύο αντιθετικούς τρόπους μπορεί να βασιστεί στην επιλογή των πλάνων, τη mise-en-scène και την ανάπτυξη των χαρακτήρων. Ο Bergman ήδη από την αρχή της αφήγησης τοποθετεί τον γιο της Elisabet να παρατηρεί προσηλωμένος την εναλλακτική προβολή των δύο γυναικών σε μία επίπεδη επιφάνεια, ενδεχομένως σε μια προσπάθεια να κατανοήσει ποια είναι η μητέρα του. Πέρα από την εξωτερική τους ομοιότητα – μια παρατήρηση που γίνεται από την ίδια την Alma – ιδιαίτερη έμφαση έχει δοθεί στα πλάνα στα οποία οι δύο γυναίκες καλύπτουν η μία το πρόσωπο ή/και το σώμα της άλλης, ενώ η σκηνή που οι δυο τους κοιτάζονται μέσα στον καθρέφτη, καθώς στρέφουν το βλέμμα τους προς την κάμερα, αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές που το σινεμά σπάει τον τέταρτο τοίχο. Ακόμα, όταν στο εξοχικό σπίτι τούς επισκέπτεται ο σύζυγος της Elisabet, αυτός αναγνωρίζει ως σύζυγό του την Alma. Οι στιγμές που η Alma ψιθυρίζει στην Elisabet η ακόμα κι όταν της αντιτίθεται ή όταν την θαυμάζει μπορούν να παραλληλιστούν με τη συνθήκη κατά την οποία ένας άνθρωπος επικοινωνεί και συγκρούεται με τον εαυτό του. Έτσι, η προσωπική σύγκρουση Alma εναντίον Elisabet μετατρέπεται σε εσωτερική σύγκρουση της μίας και μοναδικής ηρωίδας.
Παράλληλα, οι δύο γυναίκες παρά την επιφανειακή ομοιότητά τους, συνιστούν όσον αφορά το status τους, την κοινωνική τους θέση και τον χαρακτήρα τους δύο ακραία δίπολα. Η Elisabet διάσημη και επιτυχημένη ηθοποιός, άνθρωπος της τέχνης και διανοούμενη που έχει πάρει για λόγους ανεξήγητους έναν όρκο σιωπής, ενώ η Alma μία απλή νοσοκόμα, συναισθηματική, γεμάτη ζωντάνια και πάθος. Η Elisabet εξελίσσεται ως ένας χαρακτήρας ψυχρός, απόμακρος και συχνά ακατανόητος, ενώ η Alma μέσα από τους εκτενείς μονολόγους της, τη θέρμη της για τη ζωή και την αυθεντικότητά της προκαλεί τη συμπάθεια του κοινού που συχνά τη λυπάται ή έλκεται από τα θετικά της χαρακτηριστικά και τις αξίες που πρεσβεύει. Σύμφωνα με τη Brigitta Steene, η Elisabet αντιπροσωπεύει την αυστηρή θεά, ενώ η Alma, όπως δηλώνει και το όνομά της, την ψυχή. Ο Frank Gado υποστηρίζει ότι το φιλμ βασίζεται σε μία διπλού νήματος διαδικασία ανακάλυψης που περιλαμβάνει την έννοια της μητρότητας. Η σιωπηλή ηθοποιός είναι μητέρα και νιώθει απέχθεια για το παιδί της, όπως τουλάχιστον κατανοούμε από την απόφασή της να σκίσει στα δύο τη φωτογραφία του γιου της και να απομακρυνθεί από αυτόν και τις οικογενειακές της υποχρεώσεις, αντιθέτως, η ομιλητική νοσοκόμα έχει υποστεί άμβλωση. Η πρώτη επιλέγει να σιωπήσει απέναντι στην υποκριτική συμπεριφορά, θέτοντας μία απόσταση από την ίδια και το ψέμα, η δεύτερη φοβάται πως δεν μπορεί να ζήσει σύμφωνα με τις ηθικές αξίες που ενστερνίζεται. Η Alma αργότερα συνειδητοποιεί ότι επιτέλεσε μία πράξη που η Elisabet προσπάθησε να ολοκληρώσει, αλλά απέτυχε, δηλαδή τη διακοπή της κύησης. Οι δύο ηρωίδες μοιάζουν να αποτελούν η μία το συμπλήρωμα της άλλης και εν τέλει, δημιουργούν ένα μοναδικό όλον. Η Susan Sontag προτείνει ότι όλη η ταινία έχει δομηθεί σε μία σειρά παραλλαγών που αφορούν τον διπλασιασμό με εσωτερικό/συναισθηματικό θέμα τη βία του πνεύματος.
Σύμφωνα με τη Steene, αν αποδεχτούμε ότι οι δύο ηρωίδες είναι το ίδιο πρόσωπο, δημιουργείται το ερώτημα του εάν η Alma φαντασιώνεται την ηθοποιό που θαυμάζει ή αν η ηθοποιός διερευνά τον ψυχικό της κόσμο ή τελικώς, αν το αγόρι αναρωτιέται ποια είναι η μητέρα του. Η Marilyn John Blackwell, η οποία μελέτησε το φύλο και τη σεξουαλικότητα στις ταινίες του Bergman, ισχυρίζεται ότι η ερωτικής φύσης έλξη ανάμεσα στις δύο ηρωίδες και η απουσία αρσενικής σεξουαλικότητας διατηρεί τη συνοχή της ταυτοποίησης τους και το διαπερατό των ορίων ανάμεσα στον εαυτό και τον άλλον. Έτσι, δημιουργείται ένας διπλασιασμός που αποκαλύπτει την πολλαπλή, μεταβαλλόμενη και αυτό-αντιφατική ταυτότητα.
Συμπερασματικά, το φιλμ φορμαλιστικά, αλλά και αφηγηματικά δίνει στοιχεία που πιστοποιούν ότι οι ηρωίδες είναι τελικά το ίδιο πρόσωπο. Από τα κάδρα και τις κινήσεις των ηθοποιών μέχρι την ανάπτυξη των χαρακτήρων ως δύο αντιθετικές δυνάμεις, το Persona μοιάζει να δηλώνει εμφατικά πως Elisabet και Alma είναι ο ίδιος άνθρωπος που παλεύει να εξημερώσει την αντιφατική του φύση. Σώμα και ψυχή, επιφάνεια και βάθος, απάθεια και συναίσθημα, θάνατος και ζωή αποτελούν κάποια μόνο από τα δίπολα πάνω στα οποία έχει δομηθεί η ταινία, η οποία μολονότι γεννά πολλά ερωτήματα αφήνει τον/τη θεατή να εξάγει ατομικά τα δικά του/της συμπεράσματα.