Δευτερόβραδο,
ομίχλη, πηχτή υγρασία κι ένα κασκόλ
γκρι-σιέλ. Ήθελα να πάρω και σε εσένα
ένα τέτοιο – αγάπη είναι… Αγάπη είναι
να δίνεις το κασκόλ σου, να μη σε νοιάζει
η τελευταία μπουκιά, να μη μιλάς δυνατά
– οι πιθανότητες να νικήσω αυτή τη μάχη
είναι μηδενικές, ο καπνός από το τσιγάρο
μου τυλίγεται αναρριχητικά στο πρόσωπό
μου. Δαγκωματιές που πεινάνε, διψάνε
για ερυθρά αιμοπετάλια που αναπηδούν
σε κάθε άφιξη – η γλάστρα στην αυλή
ποτίστηκε αλλά ήρθε το χιόνι, ο χειμώνας
και τα σκέπασε όλα. Έχει χαθεί το γκλίτερ,
έχει απομονωθεί η ελπίδα κι ο καφές
είναι ελαφρύς. Πάμε στο Παρίσι ντάρλινγκ;
Θέλω να κοιμηθούμε παρέα στα ακριβά
σεντόνια εκείνου του ξενοδοχείου, εκεί
στο δρομάκι δίπλα από το φούρναρη με
τις παχουλές θυγατέρες – θέλω να μυρίσω
καφέδες με ανακατεμένα μαλλιά και
ροδοκόκκινα μάγουλα – έτσι ανεβαίνει
το τέμπο και πέφτουν οι άμυνες. Πάρε με
μαζί σου στον Άδωνη, φίλησε με, κάνε το
παραμύθι να συνεχιστεί, κάνε με το
παραμύθι σου. Ο πράσινος Βούδας περιμένει,
κρυώνει αλλά είναι ακόμα εκεί. Two hearts
are beating together… Is this forever and ever?