Μια φορά κι ένα καιρό σου ζήτησα να
με αγαπήσεις, εσύ έδιωξες τα σύννεφα κι εγώ έφερα το γλυκό. Θυμάμαι ήταν
σοκολάτα, παχιά και ανήθικη, τρεις στρώσεις πάθους σαν τα σεντόνια του
Σαββατόβραδου που μυρίζουν σώματα. Στο πάρκο έπαιζε μία μπάντα σαν τότε στον
Τιτανικό, τα μαλλιά σου ήταν φρεσκοκουρεμένα – στο βάθος δίπλα στη μπάντα
κάθισε μία γιαγιά με κόκκινα γυαλιά. Έτρωγε σταφίδες μέσα από ένα σακουλλάκι
και διάβαζε.
Στα χέρια φορούσες γάντια, δερμάτινα
γάντια με άρωμα από το Παρίσι – στο καλάθι με τα σκουπίδια στα αριστερά μου
κάτι θορυβούσε, ένας σκίουρος με μεγάλα μάτια μας κοιτούσε με έντονη περιέργεια,
άραγε ήξερε τι κάναμε εκεί; Φαίνεται στα μάτια ο έρωτας; Στον ουρανό
λικνίζονταν μία γοργόνα που είχε ξεχαστεί, νόμιζε πως ήταν αεροπλάνο, πίστεψε
στα φτερά του Ίκαρου και έσυρε πρώτη το χορό. Ανάμεσα στα σύννεφα και τον ήλιο,
χόρευε ανέμελα και φυσούσε φιλιά στους εραστές. Φαίνεται στο χαμόγελο ο
έρωτας;
Έκλεισα το τετράδιο μου. Η ζωγραφιά έμεινε κάπου
στη μέση. Δεν ήρθες να καθίσεις δίπλα μου και το παγκάκι ήταν πολύ μεγάλο για
εμένα μόνο. Άδειο και κρύο. Το μονοπάτι άστραφτε από τη βροχή, στο βάθος η
μπάντα τα μάζευε. Όλοι κρυώσαμε. Το παγκάκι κρυολόγησε.