Το
σούρουπο έχει τη θλίψη, είναι μερικές
φορές ο επίλογος του φόβου. Στο ίδρυμα
πιο κάτω από το σπίτι δίνουν συσσίτιο,
τυρί με λίγο ψωμί βουτηγμένο στο νερό
– οι φίλοι δεν ήρθαν ποτέ, άργησες κι εσύ
που μυρίζεις άνοιξη. Ο καπνός τυλίγεται
στο ζιβάγκο, έκλεισε το μαγαζί με τα
αναμνηστικά αλλά αυτή η βόλτα είναι
έκτακτη. Κι όχι έκτακτη όπως έλεγε η
Χρονοπούλου, έκτακτη όπως το δελτίο
ειδήσεων. Πέθανε ο Μέγα Αλέξανδρος,
γιόρταζε κι η Άρτεμις προχθές – θα της
πάρω λουλούδια για να γιορτάσουμε. Η
πόλη αυτή βούλιαξε, δεν είναι πια μυρωδάτη
– άσε με να σε αγγίξω είπε το
κίτρινο φύλλο στο γαλάζιο ουρανό. Γύρισε
θλιμμένος και δάκρυσε.
–
Κανείς δεν με αγγίζει πια…
Στο
δρόμο, ένα αγόρι κρατάει ένα παγωτό. Τα
αλλά παιδιά κυνηγάνε ένα γατί. Το βράδυ
όλοι θα μαζευτούν για σουβλάκια.
–
Ασε με να σε αγγίξω το σούρουπο.