Πες
μου για εσένα. Έχουμε χρόνο. Στάζουν
καλοκαίρι τα λόγια σου, εκείνη η εποχή
όπου τα καλέσματα της άνοιξης έχουν ήδη
απαντηθεί. Τώρα είναι Ιούνιος ή Ιούλιος,
οι ερωτήσεις τσουρουφλίζονται κι οι
απαντήσεις είναι ή δεν είναι. Δεν ξέρω
πότε, δεν ξέρω αν, λοιπόν θα έρθει η
Κυριακή επιτέλους; Θα είναι ανοιχτό
εκείνο το βιβλιοπωλείο στη γωνιά με τα
ποδήλατα; Να σου πω την αλήθεια δεν ξέρω
τι μήνας είναι… Σίγουρα ξέρω όμως οτι
το τηλέφωνο δεν κτυπάει. Δεν έχει πάει
δώδεκα ακόμη, σούρουπο και κάτι ψιλά.
Όσο για τον ήλιο, ποτέ δεν με χαλάει –
είναι φως. Αφήνω το παράθυρο ανοιχτό
ντάρλινγκ – ίσως ηχήσει ξανά το τηλέφωνο.
Ένας ποιητής κάθεται δίπλα, κάθεται
μόνος και πίνει το μαύρο ζουμί στο
φλυντζάνι του. Τα δάχτυλα του είναι
χοντρά και γερασμένα, στο φως δείχνει
νεότερος, ομορφότερος – ξάφνου αφήνει
στην άκρη τον κόσμο [του] και γέρνει να
κοιμηθεί. Το αυτί του πάντα τεντωμένο,
δεν χάνεται αυτή η ζωή, κλείνει τα μάτια
μόνο και περιμένει. Στον ύπνο δείχνει
ήσυχος, μάλλον δεν διαβάζει λέξεις, δεν
ακούγονται ρήματα και δεν ορίζει τίποτα
με τους Χρόνους.
Είπα να αλλάξω.
Περιμένω στο κατώφλι σου να με πας μία
βόλτα. Μια μεγάλη πράσινη πόρτα με χρυσό
γραμματοκιβώτιο. Εσύ είσαι σε εκδρομή.
Ο ποιητής μου το είπε. Υπόσχομαι να
μεγαλώσω. Όχι για εσένα. Όχι για κανένα.
Για μένα και για μας… Είμαι έτοιμος…
Je
t'embrace