Αυτά τα
πρωινά είναι τα πιο δύσκολα, baby its cold outside κι άλλοι τέτοιοι
τίτλοι έρχονται σφαίρα στο νου – βάζεις να ζεστάνεις γάλα με κανέλα ενώ στην
πραγματικότητα ποθείς αβγόφετες πασπαλισμένες με ζάχαρη και πνιγμένες στο maple
syrup. Πάνω στο έλατο αναβοσβήνει ο συρμός με τα λαμπάκια και σκέφτομαι το
τρένο που περνούσε από Λιανοκλάδι στον πηγαιμό μου για την Αθήνα – απελπισμένες
μέρες δίχως πουλόβερ κι ένας chandelier που χόρευε βαλς. Στη στάση πιο κάτω
παρατηρούσαμε εκείνο το σκονισμένο Volvo – καταστρώναμε σχέδιο να το κλέψουμε
και να γίνουμε πειρατές στην Αίγυπτο!
Και μετά
είναι το φιλί. Σκέφτομαι το φιλί, εκείνο που κρατάς στα δυο σου χέρια ένα
πρόσωπο και το ανεβάζεις στο Θεό. Εάν αύριο πεθάνω θέλω να πάω φιλημένος, να
εχω νιώσει το φιλί [σου] πως έγινε για εμένα, πως εκδηλώθηκε για να μας ενώσει!
Στο παράθυρο ζωγραφίζω μία φατσούλα – μέσα από τα κλαδιά εμφανίζεται ο γείτονας
σκίουρος και με κοιτάει – ορκίζομαι πως μιμείται τις κινήσεις μου για να με
νευριάσει. Μου δείχνει τα δώρα και το καλοριφέρ, δεν ξεχνάει να μου θυμίσει πως
έχω καινούριο ζευγάρι παπούτσια και πως δεν είμαι μόνος. Του λέω
πέρασε κι ανοίγω τη μπαλκονόπορτα, έχει να πάει σε γιορτή στο δάσος
κι απαντάει αρνητικά στο RSVP μου.
Πέρασε ένας ολόκληρος χρόνος, μαθαίνω να είμαι καλά
– μην αφήσεις κανένα να σε φοβίσει ήταν το σύνθημα μου. Τελικά
κατάφερα να με τρομάξω πιο πολύ απ' όλους. Αγκάλιασε εσένα, φόρεσε τα καλά σου
τις καθημερινές, μην περιμένεις τις δεξιώσεις για να βγάλεις το καλό σερβίτσιο.
Πες πολλές φορές πως αγαπάς και νιώσε τις αληθινά. Δώσε!