Περπάτησα μόνος κάτω από τη
γκρι ζωγραφιά με ένα πράσινο κασκόλ στο λαιμό. Το καράβι που έπλεε στο νερό
ήταν ήσυχο, μοναχικό – κανείς δεν γλεντούσε την πρώτη ημέρα του Χρόνου. Μα
γιατί; Δεν ήρθες. Δεν τηλεφώνησες – παρά μόνο είπες πως μύρισε ροδάκινο. Στο βάθος
είδα ένα παιδί. Κρατούσε ένα κόκκινο μπαλόνι στο δεξί του χέρι. Μετά χάθηκε
στις φυλλωσιές. Δεν κοίταξε πίσω. Δεν θέλησε.