HomeΘέματαΣοκοφρέτα*

Σοκοφρέτα*

* [ισπ. συνθ. choque = σοκ, ατύχημα , ofrecer = προσφέρω, δίδω]

Ο
φούρνος μικροκυμάτων το δήλωσε απερίφραστα, δεν με αγαπά, με
εγκατέλειψε με μια κύκνεια θεατρικότητα μια νύχτα που πεινούσα και τον
έβαλα σε δοκιμασία να καταπιεί μια ληγμένη σοκοφρέτα. Κάρβουνο την ήθελα
για να κορεστώ από τις ξεφτελισμένες μου ανάγκες για όλα όσα δεν είμαι
δίχως εκείνη τη συνύπαρξη. Ανατινάχτηκε στη γωνιά του, σεβάστηκε όμως το
αλκοόλ που στοιβάζω πλησίον του σε κάβα περισπούδαστη, ο φούρνος
υποκλίθηκε στο αψέντι που μου σβήνει τον πόνο του ανικανοποίητου. Έμεινα
πεινασμένη και είπα στο χάρο να ξαναέρθει όταν θα έχω χορτάσει από
έρωτα. Ο άντρας που είχα στα τωρινά κοιμόταν στο δικό του σπίτι, καρφί
δεν του καιγόταν αν το επερχόμενο πρωινό θα έφερα παραμόρφωση στο μούτρο
πέραν του θυμικού μου. Πήρα τα λείψανα της συσκευής και ξεκίνησα
βουρκωμένη για το ξένο σπίτι, ήλπιζα θα μου αγοράσει άλλο, καλόβολο, για
να με στεφανωθεί και να αποκτήσω νοικοκυροσύνη. Αγάπη, για τους
ανίδεους.

Εκεί, κοντά στον άντρα, υπάρχει ένα περίπτερο,
γωνία Διομείας και Περικλέους, που αρσενικό μονάχο του από επιλογή,
πωλεί σοκοφρέτες λαχταριστές, γλυκάκι συνυφασμένο με εραστές. Κάθε φορά
στο διάβα μου τρέχω παιδιάστικα να μπουκωθώ και μιλώ με στόμα όλο γλύκα 
για αγάπες που θα ‘ρθουν, ενίοτε πίνοντας καφέ κερασμένο από τον
τρελούτσικο περιπτερά που καρτερικά περιμένει ανάμεσα στην πραμάτεια του
να χαμογελάσει στον επόμενο μοναχικό πελάτη, κρεβάτι λαχταρά ο δόλιος
και η σοκοφρέτα πάει και έρχεται στα ανέγγιχτα στόματα της πόλης. Δεν
πάει καιρός, που στα πρωτοβρόχια πάνω εκείνου του συφοριασμένου πρωινού–
όταν τα πατώματα και τα πατουσάκια είναι ακόμα άμαθα και μαλωμένα,
γλίστρησα, και λίγο πριν με εναποθέσει η συνήθεια της επίσκεψης για
γλυκό φαγοπότι στο ράφι του περιπτέρου, σιμά στα ανέραστα πολιτικά
αναγνώσματα, ένας εραστής μού χαμογέλασε και με ρώτησε στοργικά:

–  Πόνεσες?
Είμαι ο άντρας που περιμένεις, ξέρω να γιατρεύω τον πόνο, χρόνια μόνος
και τριγυρνώ σε περίπτερα να ψωνιστώ, αγοράζω έρωτα, αλλά ποτέ αυτή την
αηδία που μπουκώνεσαι. Σου είπα καλό βράδυ? Αύριο θα σε παντρευτώ.

Δεν
απόκαμα να απαντήσω στο ερωτικό κάλεσμα αυτού του μήνα, πονούσε φρικτά
το γόνατό μου, άλλωστε έκαστος μήνας είναι μια αποτυχία για τα
ημερολόγια μιας ανυπαρξίας  που διανύει τριήμερους έρωτες, την επόμενη
μέρα τον στεφανώθηκα. Πήρα κλειδιά σπιτιού, έδωσα παλτό να με μυρίζει
στις αποστάσεις μας, του έκανα μικροδουλειές και καθήκοντα κρεβατιού.
Στο σόι μου ανακοίνωσα ότι είναι έρως μοναδικός, τον δέχτηκαν με τα
σπουδάγματά του και τα προικιά της κραιπάλης από την πρώτη του νιότη,
αναμφιβόλως από ερωτική γενιά ταχταρισμένος, τον πρώτο καιρό με
τραπέζωνε με σκοπό πονηρό, να απαρνηθώ τον κόσμο και τα ιμάτια μου, να
μπω στο παραμύθι του και να του μιλώ για τον εαυτό του, ξεχνώντας τον
ανόητο εθισμό μου για τα ευτελή γλυκάκια. Όντως, είχα μάθει πλέον να
θαμπώνομαι από κοτοπουλίστικα φιλιά, αυτά που στο συνεχές τους ηχούν ως
κραυγές νεοσσών,  το κατάφερε και όλα ωχριούσαν, ακόμα και το γλυκάκι.

–  Σε
αγαπώ. Θα πεταχτώ ταξίδι στο σοκολατένιο Βέλγιο για να το σιγουρέψω. Αν
φάω γλυκάκι, θα επιστρέψω για να με καταραστείς. Είναι η πρώτη φορά από
την ημέρα που σε ερωτεύτηκα, που φεύγω μακριά σου, ετοιμάσου για
γιορτές στον αναίσχυντο μικρόκοσμο του κέντρου της πόλης, μονάχα μην
πλησιάσεις το περίπτερο και πονέσεις που δεν θα με βρεις. Τυχαία φεύγω,
να ξεμυαλιστώ αποζητώ, δεν μου θύμωσες για κάποια ανοησία μου, αν και θα
ήθελα να με μαλώσεις μετά από τέσσερα άνυδρα χρόνια μοναξιάς, όταν
ξαπλώνω σε αγκαλιές κάνω σαν παιδί σε υποκοριστικό σύμπαν, στη δική σου
τη μονάκριβη κρύβω το βλέμμα μου και αρνούμαι τα φιλιά, σωπαίνεις για να
μου δώσεις τόπο και αναπνοές να οργάζομαι από έρωτα στο τέλος των
αγγιγμάτων. Μην σταματήσεις ποτέ.


Σταμάτησε ευθύς μόλις
επέστρεψα, ανακάλυψε την δεδομένη παρασπονδία μου και εγώ τις βαριές
κουβέντες του. Αυτό το πλάσμα διέθετε έναν ελιτισμό στον έρωτά του,
αρκεί τελικά να χτυπάει δυσλειτουργικά η καρδία σου γρηγορότερα από των
υπολοίπων για να διακρίνεσαι ως εκλεκτός στα πέριξ των περιπτέρων. Μου
έκανε γνωστό ότι φούρνο δεν θα αγόραζε, ο υποκριτής, με ύφος περίτρανο
από γινάτι έδωσε οδηγίες για το δικό του αμέτοχο των ερωτικών μας
συνευρέσεων, έτσι είχε μεγαλώσει με πατρική συμβουλή να τιμωρεί,
τσιμουδιά δεν έβγαλα, ένιωθα κόπωση για τα επερχόμενα και τη γεύση μιας
γλύκας στο στόμα, με τσάκισε όταν ένιωσα ότι είμαι μήτρα κακών και
ολάκερη σαν υπερχείλης απώλεια, από γλυκόλογα δεν έπαιρνε και βαρέθηκα
ακόμα έναν άντρα, όπως πλείστοι στα παρελθόντα μου. Βαρέθηκα, σαν τόσα
άλλα στόματα μέσα στην πόλη που περπατούν μπουκωμένα και ερωτοτροπούν με
γλυκάκια περιπτέρου, αποφάσισα να εγκαταλείψω τον άντρα και τον εαυτό
του και να δώσω λόγο στους διαφημιστές να καμώνονται έτερες πραγματικές
ιστορίες αγάπης με πρωταγωνίστρια μια λαχταριστή σοκοφρέτα.

Έκτοτε,
έφθασε ο Νοέμβρης, άνυδρος, πήγα ξανά στο περίπτερο για το γλυκάκι του
μήνα, στο περίπτερο δεν ψωνίζεις έρωτα παρά μόνο σοκοφρέτα, όλα ήταν
όπως τα είχα αφήσει, ξυπνούσα όμως με μια φρέσκια αναπνοή ότι έρως εστί
αναμφίβολα άνευρος άνευ γλυκού, ανύπαρκτος άνευ ατυχήματος. Όλοι
φαίνονταν διαφορετικοί στα πέριξ.

(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό [Κ], κάποιο περασμένο, ξεχασμένο καλοκαίρι)

Related stories

Ορόσημα του Ελληνικού Κινηματογράφου από το 1896 έως το 1940

Για τον Ελληνικό κινηματογράφο των δεκαετιών του ’50, του...

Ο νέος αέρας της Εγνατίας και τα διαμάντια της Βενιζέλου

της Βιολέτας Λεμόνα aka thessalonicious Το πρόγραμμα της ημέρας σε...