Γράφει η Φανή Εμμανουήλ
Το Sinners του Ryan Coogler αποτελεί την εξαίρεση στον φετινό κανόνα της κινηματογραφικής μονοτονίας και της κυριαρχίας των ανούσιων franchise ταινιών. Πρόκειται για μια πυκνή, ατμοσφαιρική και στιλιστικά φαντασμαγορική δημιουργία — ένα βαμπιρικό αφήγημα που εκτυλίσσεται από το σούρουπο ως την αυγή, σε μια ξεκάθαρη συνομιλία με το From Dusk Till Dawn, αλλά με σαφώς πιο πολιτικό και δραματουργικά πολυεπίπεδο χαρακτήρα. Το φιλμ λειτουργεί ως ένα επιβλητικά σκηνοθετημένο πορτρέτο μιας κοινότητας στον Αμερικανικό Νότο της δεκαετίας του 1930, αποδίδοντας με εντυπωσιακή αυθεντικότητα το ιστορικό και πολιτισμικό πλαίσιο της εποχής. Την ίδια στιγμή, μετατρέπεται σε ένα αιματοβαμμένο και εκρηκτικό ξέσπασμα, ένα είδος θρίλερ που επαναπροσδιορίζει το μοτίβο του βρικόλακα, ωθώντας το στα άκρα. Η ταινία καταλήγει να αποτελεί ένα κινηματογραφικό υβρίδιο: τρόμος, κοινωνικό δράμα και πολιτικό σχόλιο, συγχωνευμένα με τέτοια δεξιοτεχνία που καθιστούν το Sinners σχεδόν απροσδιόριστο ειδολογικά — και γι’ αυτό ακριβώς ξεχωριστό.
Το Sinners καταφέρνει να λειτουργεί στο μεγαλύτερο μέρος του και παραμένει μια εντυπωσιακή απόδειξη του πόσο παθιασμένη και «σοβαρή» μπορεί να είναι μια ταινία που απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Η τεράστια επιτυχία του και στο box office επιβεβαιώνει αυτή τη δυναμική — το φιλμ όχι μόνο βρήκε απήχηση στο κοινό, αλλά και ξεπέρασε τις προσδοκίες σε εισπράξεις, αποδεικνύοντας πως οι τολμηρές, αισθητικά φιλόδοξες εμπορικές παραγωγές μπορούν να θριαμβεύσουν τόσο καλλιτεχνικά όσο και εμπορικά
Αυτό που κάνει την ταινία πραγματικά πρωτότυπη είναι ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο ενορχηστρώνει και συνδυάζει τα επιμέρους στοιχεία της, δημιουργώντας ένα σφιχτοδεμένο και πολυεπίπεδο αποτέλεσμα που δεν σου επιτρέπει να χαλαρώσεις ούτε στιγμή — χωρίς όμως ποτέ να γίνεται κουραστική ή αποπνικτική. Διατηρεί έναν σταθερό, προσεκτικά δομημένο ρυθμό, που εξελίσσεται οργανικά και με ακρίβεια σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον από την αρχή μέχρι το τέλος.
Η πλοκή εκτυλίσσεται στον Μισισιπή του 1932, όταν δύο δίδυμα αδέρφια, ο Smoke και ο Stack, επιστρέφουν στην πατρίδα τους με στόχο να ανοίξουν ένα Juke Joint, χρησιμοποιώντας τα χρήματα που απέκτησαν μέσα από «όχι και τόσο νόμιμες» δραστηριότητες στο Σικάγο. Για να υλοποιήσουν το σχέδιό τους, συγκεντρώνουν μια ομάδα από παλιούς φίλους — ανάμεσά τους και ο μικρός ξάδερφός τους, ο Sammy, ένας φιλόδοξος και ταλαντούχος κιθαρίστας, που αποφασίζει να τους ακολουθήσει παρά τις αυστηρές προειδοποιήσεις του πάστορα πατέρα του πως η μπλουζ μουσική κρύβει μέσα της το υπερφυσικό. Και, όπως αποδεικνύεται, αυτό το «κάτι» δεν αργεί να εμφανιστεί και να σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά τους, όταν μια αιμοδιψής συμμορία τούς επισκέπτεται πριν καν ολοκληρωθεί η πρώτη —και μοναδική— μέρα λειτουργίας τους.
Τα θέματα που θέλει να θίξει η ταινία, είναι ποικίλα και άρρηκτα συνδεδεμένα με την έως τώρα κινηματογραφική πορεία του σκηνοθέτη. Η αφρικανική παράδοση, η φυλετική ιστορία των ΗΠΑ, η αποσύνθεση της μαύρης οικογένειας, η έννοια της μαύρης ελευθερίας, καθώς και η σημασία της κληρονομιάς και της οικογενειακής συνέχειας, αποτελούν σταθερές θεματικές που διατρέχουν τη φιλμογραφία του. Εδώ, όμως, για πρώτη φορά του δίνεται ο χώρος να τα επεξεργαστεί μέσα από ένα αυθεντικό σενάριο δικής του έμπνευσης και γραφής. Το αποτέλεσμα είναι ένα ιδιοσυγκρασιακό μείγμα είδους — ένα φιλμ που κινείται ανάμεσα στο τρόμο, το δράμα και το μιούζικαλ, το οποίο ταυτόχρονα λειτουργεί ως ένα βαθιά πολιτισμικό σχόλιο. Μπορεί να ιδωθεί ως μια ταινία για τη μαύρη ταυτότητα, την πολιτισμική κληρονομιά του Αμερικανικού Νότου την εποχή των νόμων Jim Crow, την ιστορία της μουσικής των μπλουζ, αλλά και για τις προεκτάσεις αυτών των θεμάτων στο σήμερα.
Όλα αυτά ξεδιπλώνονται σε μια διάρκεια περίπου δυόμισι ωρών, όπου ο Coogler αναμφίβολα παίρνει τον χρόνο του, ακολουθώντας μια σκόπιμα αργή και εμβυθιστική αφηγηματική προσέγγιση. Χρησιμοποιεί μακροσκελή πλάνα και ομαλές κινήσεις της κάμερας για να βάλει τον θεατή βαθιά μέσα στον κόσμο που έχει δημιουργήσει. Προτιμά εκτεταμένα μονοπλάνα και γρήγορες μεταβάσεις μέσω whip pans, συνδέοντας χώρους και χαρακτήρες με κινηματογραφική ρευστότητα, ενώ αφήνει τα πλάνα να “αναπνεύσουν”, αποκαλύπτοντας λεπτομέρειες όπως τα εντυπωσιακά κοστούμια των χαρακτήρων ή τον ιδρώτα που κυλά κάτω από τον καυτό νότιο ήλιο. Η ταινία γυρίστηκε σε φιλμ 65mm με κάμερες IMAX, επιλογή που προσφέρει πλούσια, υφής γεμάτη εικόνα και μεγάλη κλίμακα. Ωστόσο, αυτή η έμφαση στη λεπτομέρεια και η υψηλή αντίθεση των κάδρων, σε συνδυασμό με τη μεγάλη διάρκεια, καθιστούν το μοντάζ σε ορισμένα σημεία ελαφρώς εκτός ρυθμού. Παρ’ όλα αυτά, ποτέ δεν διαταράσσεται ουσιαστικά η αίσθηση εμβύθισης που ο Coogler χτίζει με τόσο προσεκτικό τρόπο.
Ο ρυθμός της ταινίας δεν με ενόχλησε καθόλου — αντίθετα, τον βρήκα εξαιρετικά λειτουργικό. Παρότι αρκετοί κριτικοί τον έχουν αναφέρει ως αδυναμία, προσωπικά εκτίμησα ιδιαίτερα τον τρόπο με τον οποίο το πρώτο μέρος χτίζεται αργά, με επιμονή στη λεπτομέρεια, προετοιμάζοντας θεμέλια για ένα δεύτερο μισό που εκρήγνυται από διαδοχικά γεγονότα. Η ένταση χτίζεται υπομονετικά και αποδίδεται με ακρίβεια, διατηρώντας με σε αγωνία καθ’ όλη τη διάρκεια της προβολής. Η απότομη μετάβαση από το ύφος της μαύρης κωμωδίας/δράματος στο είδος του vampire horror είναι τολμηρή αλλά απολύτως επιτυχημένη. Μπορεί να φανεί απότομη στον θεατή, όμως ακριβώς αυτή η ακραία εναλλαγή θεματικής και ύφους προσδίδει μοναδικότητα στην ταινία — δεν προσπαθεί να κατευνάσει την αλλαγή, αλλά την αγκαλιάζει, και το κάνει με συνέπεια.
Αν υπάρχει ένα στοιχείο που με προβλημάτισε, αυτό ήταν το φινάλε. Όχι γιατί αποτυγχάνει — κάθε άλλο. Το ζήτημα είναι πως η ταινία μοιάζει να ολοκληρώνεται πέντε διαφορετικές φορές. Τα αλλεπάλληλα κλεισίματα, αν και καλοσκηνοθετημένα και θεματικά ενδιαφέροντα, δημιουργούν μια αίσθηση κόπωσης, ειδικά δεδομένου ότι όλα εκτυλίσσονται εντός ενός 24ώρου. Παρ’ όλα αυτά, η after-credit σκηνή λειτουργεί ως αναγκαίο θεματικό κλείσιμο. Όσο απροσδόκητη κι αν είναι, επιτελεί κρίσιμο ρόλο, συνδέοντας το σύμπαν της ταινίας με σύγχρονες κοινωνικοπολιτικές πραγματικότητες, δίνοντας επιπλέον βάθος με ένα ευφυές σχόλιο στο τέλος.
Είναι πολύ νωρίς να μιλάμε για βραβεία και υποψηφιότητες αλλά δύσκολα θα κρύψω την έκπληξή μου αν η ταινία αγνοηθεί σε βασικές κατηγορίες όπως πρωτότυπη μουσική, διεύθυνση φωτογραφίας και —ίσως υπερβολικά αισιόδοξα, αλλά δικαιολογημένα— ερμηνειών. Το σύνολο των ηθοποιών αποδίδει εξαιρετικά, με τον Michael B. Jordan να ξεχωρίζει. Η ικανότητά του να προσεγγίζει διαφορετικούς ρόλους με ιδιαίτερη αίσθηση ταυτότητας, σε συνδυασμό με την αβίαστη γοητεία που εκπέμπει, τον καθιστά όχι απλώς λειτουργικό στην πλοκή, αλλά και μαγνητικό ως παρουσία στην οθόνη.