Αποχαιρετώντας τον Alain Resnais και γιατί ήταν σημαντικός για το Σινεμά.
Πολλοί τον ταύτιζαν με το κύμα της Nouvelle Vague, των Truffaut, Goddard κ.ο.κ, παρότι ο ίδιος
προτιμούσε να συγκαταλέγεται εντός του “Rive Gauche”, κίνημα της Μονμάρτης που αντιπροσώπευε μία ευρεία
γκάμα μποέμ-συνήθως αριστερών καλλιτεχνών και φιλοσόφων εκτός του σινεμά όπως
οι Picasso, Matisse, Sartre,
Hemingway και Fitzgerald.
Η ταύτιση και με τα δύο κινήματα δεν είναι τυχαία, καθώς
στοιχεία και των δύο φαίνονται ξεκάθαρα στα έργα του. Η Nouvelle Vague διακρινόταν από μία σειρά
ριζοσπαστικών καινοτομιών του σινεμά σε συνδυασμό με έναν ειλικρινή θαυμασμό
προς το Hollywood, πράγμα
που την ωφέλησε εξαιρετικά. Ο Resnais
φαίνεται ναταυτίστηκε μαζί
της, κυρίως λόγο χρονικής συγκυρίας και προσωπικών αφηγηματικών καινοτομιών που
συμβάδιζαν με τα στοιχεία του κινήματος. Παρόλα αυτά προσωπικά δεν μπορώ να
αποκλείσω και στην δική του περίπτωση μία εμφανής και υγιής επιρροή από το Hollywood και τους λόγους θα
αναπτύξω παρακάτω.
Όπως έχουμε ήδη πει, οι Γάλλοι ανέκαθεν χαίρονταν πολύ για
το γεγονός ότι είναι Γάλλοι και αυτό έσωσε το γαλλικό και κατά συνέπεια το
ανεξάρτητο -Αrthouse σινεμά
σε έναν σημαντικό βαθμό δίνοντας ισχυρές εναλλακτικές παγκοσμίως. Ο Resnais είναι ένα περίφημο
παράδειγμα αυτής της εναλλακτικής. Στις έξη δεκαετίες που παρήγαγε ασταμάτητα
κινηματογράφο και με την πολυβραβευμένη παρουσία του σε κορυφαία Φεστιβάλ
(Βενετίας, Κανών, Βερολίνου), έστρεψε μαζί με τους ιδρυτές της Nouvelle Vague, για άλλη μια
φορά,τα βλέμματα προς την Γαλλία.
Διείσδυσαν στον εμπορικό κινηματογράφο και αξιοποιώντας στοιχεία από την
τεράστια γαλλική παράδοση έκαναν το κοινό να τους ερωτευτεί. Το budget ανέβαινε σταδιακά και
το μέσον άλλαζε ραγδαίως.
Το παράδειγμα του υπήρξε ανέκαθεν από τα αγαπημένα μου και ο
λόγος είναι διότι τα έργα του Resnais
κατά βάση δεν επιδίωκαν να γίνονται δυσνόητα, παρά την ισχυρή πολιτική και
φιλοσοφική τους διάθεση από το το Rive Gauche. Δυστυχώς και ευτυχώς σε έναν ορισμένο βαθμό, το
ποιοτικό σινεμά ακόμα και σήμερα έχει μία τάση να επιλέγει το κοινό του, πράγμα
το οποίο το οδήγησε σε μία σταδιακή απομόνωση τόσο από το κοινό, όσο και από
τον κινηματογράφο τον ίδιο. Αυτό όμως δεν ισχύει στην περίπτωση του Resnais. Παρότι εξίσου
ριζοσπαστικός στο μέσον του, δεν υπέκυψε στον πειρασμό να γίνει κοινωνικά
επιλεκτικός. Η αφήγηση του από έργο σε έργο είναι αρκετά καθαρή ούτως ώστε να
την παρακολουθήσει ο οποιοσδήποτε -πράγμα που του προσδίδει αξία. Ο Resnais λοιπόν, αντί να
κοντραριστεί με το Hollywood και
το κοινό του, επέλεξε να δεχθεί αυτό το κοινό και να το εισάγει απαλά στο
ποιοτικό σινεμά.
Το γεγονός ότι ο ίδιος ξεκίνησε ως μοντέρ πριν μπει στην
σκηνοθεσία την δεκαετία του 50' είναι ενδεικτικό για να κατανοήσουμε γιατί ως
κινηματογραφιστής έχει σημασία. Παρότι δεν μπορούμε με σιγουριά να πούμε ότι
αυτός εφηύρε τις εναλλακτικές μορφές αφήγησης του, σίγουρα ήταν εκείνος που τις
τελειοποίησε και τις καθιέρωσε συστηματικά. Όντας μοντέρ λοιπόν, δεν είναι
απορίας άξιο το γεγονός ότι έδινε στα έργα του τόσο μεγάλη έμφαση στον χρόνο,
την συνείδηση, και την φαντασία. Εντάσσοντας αυτά τα τρία στοιχεία στα έργα
του, οι αφηγηματικές του δομές έτρεχαν από παραλληλισμούς σε μεταφορές και
συνειρμούς για να καταλήξουν εν τέλη σε μία απολύτως διαφορετικού είδους
αφήγηση η οποία όμως, υπήρξε τόσο σωστά δομημένη ούτως ώστε να βγάζει απολύτως
νόημα-πράγμα που δεν ίσχυε πάντα με τους προκατόχους του. Το αποτέλεσμα ήταν να
εντάξει το αφηρημένο στο συγκεκριμένο με απόλυτη επιτυχία.
Αν ήθελα λοιπόν να εισάγω κάποιον στο γαλλικό σινεμά, οι
ταινίες του Resnais θα
ήταν μάλλον η πρώτη μου επιλογή, καθώς συμπυκνώνουν όλα εκείνα τα στοιχεία που
αυτό αντιπροσωπεύει: την ανάγκη για ποιητικότητα, την άψογη αισθητική, τον
υποκειμενισμό της γραφής και την μοναδικότητα της αφήγησης.
Δεν είναι δύσκολο λοιπόν να κατανοήσουμε σε τι ποσοστό
επηρέασε το τοπικό και παγκόσμιο σινεμά. Από την γραφική παρουσίαση χαρακτήρων
στην εισαγωγή της “Amelie” του Jeunet- που είναι σχεδόν
ταυτόσημη με την αντίστοιχη εισαγωγή χαρακτήρων του “Mon oncle d'Amerique”, μέχρι τις αρχές
της παράλληλης αφήγησης που έχουν καθιερωθεί στο σύγχρονο Hollywood, τα σημάδια του βραβευμένου
κινηματογραφιστή είναι εμφανή αν κανείς έχει ένα μάτι να τα δει. Τον σεβόμαστε
διότι αξιοποίησε την παράδοση του, που ξεκινάει από τον σουρεαλισμό και
καταλήγει στην πολιτικοποιημένη καλλιτεχνική σκηνή του Παρισιού, χωρίς όμως να
υπονομεύσει το μέσο “ανίδεο” κοινό. Δεν προϋποθέτει την διείσδυση, την
αναλαμβάνει ο ίδιος, πράγμα αξιοσημείωτο. Το κοινό λοιπόν τον ανταπέδωσε με τον
θαυμασμό και την μνήμη του.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μέχρι τον πολύ πρόσφατο
θάνατο του, δεν σταμάτησε να κάνει ταινίες, με τελευταία το “Aimer, Boire et Chanter”(Η
Ζωή του Ρίλευ),που απέσπασε την
Αργυρή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου λίγες εβδομάδες πριν τον θάνατο του.
Έργα του που αξίζει να ξαναδούμε: το “L'Année dernière à Marienbad” (Πέρυσι στην Μάριενμπαντ),“La Guerre est
Finie” (Ο Πόλεμος Τελείωσε), “Mon oncle d'Amerique”(Ο Θείος μου από την Αμερική) και
φυσικά το αριστούργημα του: “Hiroshima, Mon Amour” (Χιροσίμα
Αγάπη μου).