HomeCinemaΕξώστης ΘLars von Treir, Δαμάζοντας το Τέρας.

Lars von Treir, Δαμάζοντας το Τέρας.

Σινεματογράφος: Έρωτας, Πολιτική και Αυνανισμός στην 7η Τέχνη


Ταλαντούχος, εκκεντρικός, προκλητικός, διάνοια ή μήπως όχι; Τόσα έχουν ακουστεί για έναν από τους πιο πολυσυζητημένους σκηνοθέτες
της εποχής μας και όχι αδίκως. Μιας και έχουν γίνει άπειρες αναφορές στο έργο
του καθ' όλη την παρουσία της στήλης, ήρθε λοιπόν και η ώρα του Σινεματογράφου να
μιλήσει για το τέρας, να μιλήσει για τον Lars von Trier.

Ετοιμαστείτε, διότι το θέμα θα τραβήξει.

Στον λεγόμενο “κουλτουριάρικο κινηματογράφο του σήμερα
είναι ελάχιστα τα ονόματα που έρχονται κατευθείαν στο μυαλό, όταν
αναφερόμαστε στην νέα γενιά κινηματογραφιστών. Το όνομα όμως που θα έρθει κάθε
φορά πρώτο είναι αυτό του Τρίερ και δεν κατέκτησε αυτή τη θέση τυχαία. Με μία αρκετά αλλόκοτη πορεία και βουτιές σε πλήθος στυλ, από το
αντί-κινηματογραφικό “Dogma μέχρι
την πανηγυρική κατάλυση του, ο πολυσυζητημένος και άκομψος σκηνοθέτης έχει
αποδείξει ότι γνωρίζει το είδος του.

Είναι πολλά πράγματα που τον ξεχωρίζουν, για μένα όμως τα
κυριότερα είναι τρία: τόλμη, ειλικρίνεια και μία σκηνοθετική μαεστρία που
παραπέμπει στους κλασσικούς. Η προσωπική μου σχέση με τα έργα του Τρίερ ήταν
ανέκαθεν πάθους-μίσους: Αριστούργημα-Απώθηση, το ενδιάμεσο δεν υπήρχε
με εξαίρεση την πιο αποτυχημένη κωμωδία όλων των εποχών: “The Boss of it All που μάλλον κανείς
δεν θέλει να θυμάται.

Nymphomaniac


Στο πρώτο μέρος ένα πράγμα ήταν διάχυτο πριν αρχίσουμε να
μπαίνουμε στο ψητό: η αρσενική ματιά πάνω στην θηλυκή σεξουαλικότητα, όχι γιατί
παρουσιάζει την γυναικεία σεξουαλικότητα κυνικά αλλά γιατί αδυνατεί να
αντισταθεί στον πειρασμό να απολαύσει αυτό που έφτιαξε πίσω από την κάμερα και
αυτό στις αρχές του έργου τον προδίδει. Όσο και αν ο Λαρς δεν φαίνεται να θέλει
να το παραδεχθεί, παραμένει το κλασικό αρσενικό.

Ανέκαθεν ο Τρίερ σόκαρε με τις ταινίες του και ήταν κάτι που
του άρεσε να κάνει. Τα θέματα του ήταν χτισμένα για να κλονίζουν την ανθρώπινη
ηθική, το πρόβλημα όμως είναι ότι στις προηγούμενες ταινίες, φαινόταν να
πίστευε ότι πραγματικά οφείλει να το κάνει, ή τέλος πάντων οφείλει να είναι
ειλικρινής. Είχε αυτήν την καλλιτεχνική συνείδηση που πίστευε σε αυτό που έκανε,
όχι επειδή πούλαγε-τουλάχιστον όχι στον βαθμό που πουλάει το σεξ, αλλά διότι
ήθελε να το πει, είτε αυτό μας βρίσκει σύμφωνους είτε όχι. Τώρα όμως σκέφτεται ως
επιχειρηματίας και αυτό φαίνεται.

Δεν είναι η πρώτη φορά που άκουσα ότι ο Λαρς “ξεπουλήθηκε
για να πουλήσει, ήδη κυκλοφορούσε σαν ιδέα μεταξύ των θαυμαστών του από την
εποχή του Melancholia, την
ταινία που τον καθιέρωσε σε ένα τεράστιο κοινό. Το έργο όμως δεν με ενόχλησε. Ήταν η στιγμή που είπε “τώρα θα
γίνω μεγάλος σκηνοθέτης και πιστεύω το κατάφερε, επίσης κατάφερε κάτι που
έλειπε πολύ από τον ποιοτικό κινηματογράφο και για μένα είναι εξαιρετικά
σημαντικό: την ιδέα ότι ο ποιοτικός κινηματογράφος πρέπει να είναι υπερπαραγωγή.

Καλώς ή κακώς έχει εδραιωθεί η ιδέα ότι το πραγματικά
ποιοτικό σημαίνει κατά κόρον ανεξάρτητο και συχνά με χαμηλό προϋπολογισμό,
οτιδήποτε άλλο σημαίνει ξεπούλημα στο Hollywood. Ο ποιοτικός
κινηματογράφος μπορεί και οφείλει να λάμψει με έναν προϋπολογισμό της τάξης του
Hollywood και έχει
πολλά να πει που δεν λέγονται λόγω της καταδίκης του σε χαμηλό προϋπολογισμό. Ο
Τρίερ ξανάφερε αυτήν την ιδέα στη φόρα, έγινε ευρέως γνωστός και κατά την γνώμη
μου αποθέωσε τον σκοπό του.

Το Nymphomaniac
δεν μου άρεσε για δύο λόγους: ο πρώτος διότι έδειξε πνευματική τεμπελιά
και ο δεύτερος διότι δεν μιλούσε για μια νυμφομανή, μιλούσε, όπως πάντα για τον
Λαρς.

Ο Λαρς πάντα και σε σχεδόν όλες του τις ταινίες μιλάει για
τον εαυτό του και για να τον περιγράψει ακολουθεί σχεδόν αδιάλειπτα το εξής
σχήμα: Αμαρτωλή γυναίκα στα μάτια της κοινωνίας που έρχεται σε κόντρα με αυτήν
και τέλος γίνεται Μάρτυρας και δικαιώνεται. Dancing in the Dark, Dogville, Medea, Breaking the Waves, Nymphomaniac όλα
ακολουθούν ακριβώς την ίδια λογική μπαίνοντας στα άδυτα της κοινωνικής ηθικής
και ξεσκεπάζοντας τα μέσω της “Αγίας-Grace και της “Πόρνης Joe. Αυτό το σχήμα άρχισε λίγο-πολύ να κουράζει καθώς μετά από
ένα σημείο έχανε τις καλοστημένες – με μαεστρία δυναμικές του.

Melancholia


Έκανε ένα διάλειμμα, όταν μας παρουσίασε το Melancholia και μας μεγάλωσε
τις προσδοκίες, όπου
αντί για Μάρτυρα μας παρουσιάζει μία προφήτη στον ρόλο της Κασσάνδρας. Και πάλι
έχει τον περίγυρο να την πολεμάει μεν και αυτή τη φορά δεν μιλάει για ηθική
αλλά για ψυχολογία. Θα αναπτύξω την ανάλυση ενός άλλου κριτικού, ονόματι Kyle Kallgren όταν μίλησε για
το συγκεκριμένο έργο και με εξέπληξε. Ο Λαρς, έπασχε και πάσχει δηλωμένα από
κατάθλιψη-αυτό άλλωστε φαίνεται στις μηδενιστικές του προσεγγίσεις. Ο πάσχον
λοιπόν, όπως ο κεντρικός χαρακτήρας της Κασσάνδρας Justine, αντιμετωπίζει έναν διαρκή
πόλεμο της κοινωνίας- όχι ηθικό αλλά υπαρξιακό για το πόσο δεν έχει δικαίωμα
στην δυστυχία, για το πόσο οφείλει να είναι ευτυχισμένος. Έτσι, λοιπόν, ολόκληρο
το πρώτο μέρος του έργου περιστρέφεται γύρω από έναν πανάκριβο γάμο και στους
γάμους κανείς δεν έχει δικαίωμα να είναι δυστυχής, ειδικά η νύφη. Το δεύτερο
μέρος και το πιο ενδιαφέρον είναι η απάντηση του Τρίερ, όπου χτίζει μία συνθήκη
στην οποία η “μελαγχολία είναι η μόνη λογική συμπεριφορά. Η Justine έχει προφητικές ικανότητες, διότι
είναι ήδη εξοικειωμένη με το μάταιο, εν αντιθέσει με την αδερφή της που δεν
είναι, συνεπώς κατανοώντας το, μπορεί να επικοινωνήσει μαζί του. Το “Melancholia είναι ένα
έπος-δικαίωση στον δυστυχισμένο άνθρωπο.

Μέχρι στιγμής τα κατάφερε όλα αυτά αρκετά καλά, διότι ακόμα
και αν δεν σου άρεσε αυτό που έβλεπες ή είχες ηθικές-συναισθηματικές
διαφωνίες, κατανοούσες ότι δεν προσπαθούσε να σε ξεγελάσει. Ένα στοιχείο που
ανέκαθεν θαύμαζα σε εκείνον είναι η δυνατότητα του να παίρνει ιδέες που έχουν
πολύ μελόδραμα και να τις προσαρμόζει σε μία κυνική πραγματικότητα. Όλα
αυτά μέχρι που ήρθε το Nymphomaniac,
όπου ο Trier αποφάσισε
πως ήταν ιδιοφυΐα και σταμάτησε να μας το δείχνει βάζοντας τα πάντα – πραγματικά
τα πάντα, μέσα σε μία ιστορία πέντε ωρών που δίνει κατά την άποψη μου μία από τις
φτηνότερες λύσεις που έχω δει σε έργο τα τελευταία χρόνια- (Οκ, υπήρχε και η
λύση του “This is the End αλλά
καλό είναι να μην συγκρίνονται τα δύο).

Θα αναφέρω μία άποψη που επίσης δεν είναι δική μου πάνω στο
λεγόμενο “ξεπούλημα του Τρίερ. Δεν είναι τόσο ότι ξεπουλήθηκε στα studio όσο ότι ξεπουλήθηκε
στο αμερικανικό κοινό, κατανοώντας ότι στην Αμερική, η Ευρώπη πουλάει, ο Λαρς στο Nymphomaniac άρχισε να πουλάει Ευρώπη.
Το μεικτό γαλλικό μοντάζ που φανερώνει την τυχαία σκέψη, τις μακρόσυρτες (και βεβιασμένες να τονίσω)
κουλτουριάρικες συζητήσεις που ενώνουν το σεξ με το ψάρεμα, την κλασσική
μουσική, την σεξουαλική ελευθερία. Επειδή, λοιπόν, σου πουλάει Ευρώπη, εφόσον
είσαι Ευρωπαίος και έχεις ήδη μία ιδέα για το τι πράγμα μιλάει αλλά και το τι
έχει προηγηθεί επ'αυτού για να κάνεις την σύγκριση (τόσο των παλαιότερων έργων
του Τρίερ, όσο και των μαστόρων της φόρμας που ακολουθεί π.χ μοντάζ Resnais),
κατανοείς ότι πάει να σε ξεγελάσει με καραμέλες.

Ο Λαρς με έχει σοκάρει, με έχει ενθουσιάσει, με έχει
απωθήσει, πρώτη φορά όμως ένιωσα ότι απλά με προδίδει, διότι τον είδα να
τεμπελιάζει πάνω σε όλες τις ευκολίες που είχε στα χέρια του: από τον
κακοφτιαγμένο διάλογο δύο φαινομενικά αντίθετων χαρακτήρων που σου υπενθύμιζαν
ότι το σενάριο γράφτηκε από το ίδιο άτομο, την ευκολία του σοκ που συνέδεε την
θρησκεία με το σεξ και θίγει την παιδοφιλία, τους φόρους τιμής στον εαυτό του
αλλά περισσότερο όλων το φινάλε που τα τελείωσε όλα χωρίς ολοκλήρωση.

Πιο συγκεκριμένα: Όταν στο δράμα επιλέγεις να
παρουσιάσεις ένα αμιγώς ανήθικο άτομο – τουλάχιστον για τις ηθικές δομές της
δυτικής κοινωνίας, όταν θελήσεις να το δικαιώσεις πρέπει να το κάνεις πάνω στο
χτίσμα που έχεις χτίσει, με ίσους όρους ηθικής και διαλεκτικής. Ο Λαρς
αποφάσισε πάρα πολύ απλά να βγάλει το χαρτί του Φεμινισμού και αυτόματα έρχεται
η δικαίωση. “Αν ήσουν άνδρας δεν θα σε κατέκριναν τόσο πολύ. Με αυτήν την
ατάκα η κρίση πάνω στην Joe δεν
έρχεται με ηθικούς όρους πάνω σε αντικειμενικές πράξεις που αφορούν ηθική, αλλά
με όρους φύλου και αυτή είναι η μεγαλύτερη διάκριση και αντίστοιχα η μεγαλύτερη
απογοήτευση του έργου διότι πέφτει στην παγίδα να χρησιμοποιήσει ένα κοινώς
αποδεκτό χαρτί για να λύσει μη κοινώς αποδεκτά θέματα, δεν τολμάει να κάνει την
δουλειά ή να πάρει το ρίσκο και να τα λύσει για αυτά που είναι. Το ίδιο ισχύει
και με την συνέχεια, όπου ο παρθένος συνομιλητής της αφότου την δικαιώσει
προσπαθεί να την βιάσει σε μία σκηνή προκάτ Dogville: “Αφού έχεις πηδήξει τόσους, τι είναι ένας ακόμη; Και η
Joe αυτόματα
μεταφέρεται σε θέση θύματος – ο Μάρτυρας και αυτόματα δικαιώνεται, χωρίς
φιλοσοφίες, χωρίς δυσκολίες. Η ιστορία που μιλούσε για την άνοδο και πτώση μίας
γυναίκας που εξαρτάται από τους πόθους της ξαφνικά τα φέρνει όλα ανάποδα μην μπαίνοντας
στην διαδικασία να τα γυρίσει. Μία καλή ιδέα βούλιαξε.

Ο Λαρς, ο Χριστιανισμός και το Σεξ.


Είναι αδύνατο να μιλήσω για τον Τρίερ χωρίς να θίξω αυτά τα
δύο στοιχεία με τα οποία φαίνεται να έχει σχέση πάθους – μίσους. Το σεξ έχει μία
ιδιαίτερη παρουσία σε όλα τα έργα του και δεν θυμίζει σε τίποτα αυτό που έχουμε
συνηθίσει να βλέπουμε. Απογυμνωμένο από οποιονδήποτε συναισθηματική ιδιότητα
του, συνήθως παραπέμπει σε μια ζωική λειτουργία παρά στην ιερότητα που της έχει απονεμηθεί στις τέχνες. Αμήχανο, κρύο, ακόμα και παθητικό παραπέμπει συχνά στην
εκμετάλλευση αλλά κυρίως διέπεται από ένα βαθύ αίσθημα ενοχής. Είναι το
αμαρτωλό στοιχείο που κοντράρεται με τις υψηλές ιδεολογίες και μας επιστρέφει
στο ζωικό βασίλειο, σε ο,τι αφορά τον Τρίερ, αποτελεί κάτι που τόσο ο πρωταγωνιστής
όσο και ο εραστής του, θα αντιμετωπίσουν με αμηχανία, ακόμα και ντροπή. Δεν
γνωρίζω ποιο είναι το Θρησκευτικό υπόβαθρο του Τρίερ, είναι αδύνατο όμως να
παραβλέψω ότι ο χειρισμός του απέναντι στον έρωτα δεν παραπέμπει σε μία κατά
βάση Προτεσταντική κοινωνία που διαρκώς συγκρούεται με τον πόθο.

Η Θρησκεία είναι άλλο ένα διάχυτο μοτίβο στα έργα του, που
στοιχειώνει τους Οσιομαρτυρικούς χαρακτήρες του, όπως η Grace ή η Bess που θέλοντας και μη, θα κουβαλήσουν
όλες τις αμαρτίες του κόσμου τούτου για να καταλήξουν στην θυσία, την εκδίκηση,
την δικαίωση, την Αγιοποίηση στα μάτια του θεατή. Συνεπώς το να συνδυάσει τα
δύο ήταν κατά έναν τρόπο επόμενο, εδώ όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά από
πριν.

Ο Lars φαίνεται
επιτέλους να προσπαθεί να δικαιώσει την ηδονή και πηγαίνει στο αντίθετο άκρο.
Το σεξ παραμένει σε ένα καλό βαθμό “ένοχο- η Joe νιώθει τύψεις για ο,τι έχει κάνει
αλλά παράλληλα αντιμετωπίζεται ως εξιλέωση- ή καλύτερα ένοχη εξιλέωση και εδώ
ακριβώς μπαίνει η Θρησκεία. Η ιδέα είναι ενδιαφέρουσα και δεν είναι η πρώτη
φορά που εφαρμόζεται, αλλά η αμηχανία απέναντι στο αντικείμενο φαίνεται με το
πόσο άτσαλα έχει τοποθετηθεί. Δεν πάει να προκαλέσει την Χριστιανική ηθική ή να
την αλλάξει, πάει απλά να την τσατίσει και αυτό φαίνεται. Προσωπικά περίμενα η
προσέγγιση να είναι περίπου στα εξής όρια: Κόντρα Θρησκείας και σεξ, κόντρα
σεξ-συντηριτικής κοινωνίας, κόντρα ιερότητας σεξ ως παγανιστική προσέγγιση
έναντι Χριστιανικού πουριτανισμού κ.ο.κ. Αλλά όχι, ο Lars πάει για την ταύτιση.

Ενίοτε
εμφανίζονται θρησκευτικά στοιχεία παράλληλα με την αφήγηση που περιμένεις να
οδηγήσουν σε κάποιο συμπέρασμα αλλά αποδεικνύονται τόσο επιφανειακά όσο η
ταύτιση σεξ και ψαρέματος – όταν είδα δε την “Πόρνη της Βαβυλώνος ομολογουμένως
ξεράθηκα στα γέλια. Ο λόγος είναι διότι όλα τα στοιχεία τοποθετούνταν τόσο
βεβιασμένα που δεν κατάφερναν να δικαιωθούν, σαν σπόντες που προσπαθούσαν να
σου κλείσουν το μάτι χωρίς καλά καλά να στο κλείσουν και εδώ ερχόμαστε στο
επόμενο κεφάλαιο προβλημάτων.

Γενικώς η ταινία ρίχνει τόσα πολλά στοιχεία που δεν
προλαβαίνει (μέσα σε 5 ώρες) να τα ολοκληρώσει, οπότε στο τέλος καταφέρνει να
λέει πολύ λίγα. Δεν ξέρουμε πως ένιωθε η Joe, δεν υπάρχει εξήγηση γιατί έκανε τις επιλογές της. Εν
αντιθέσει με το Melancholia, όπου
το περιβάλλον ήταν ένα σκεύασμα για την ψυχολογία του καταθλιπτικού, στο Nymphomaniac δεν ξέρουμε
τίποτα για το μυαλό μιας νυμφομανούς, ξέρουμε όμως ότι μπαίνουμε στο μυαλό του
Τρίερ.

Για ένα έργο που βασίζεται στην πρόκληση, η κόντρα
είναι στοιχείο που λείπει πολύ εντός του έργου διότι φαίνεται εξαιρετικά
επίπλαστη όταν μπαίνει σε σημείο να μην έχει υπόσταση. Κανείς βέβαια θα έλεγε
ότι η κόντρα γίνεται με τον ίδιο τον θεατή αλλά για να το κάνεις αυτό-όπως το
έκανε στο παρελθόν ο σκηνοθέτης,
πρέπει να χτίσεις ένα στέρεο επιχείρημα εφόσον συνομιλείς απευθείας με
το κοινό και αυτό δεν το είδα διότι ήταν τόσο απασχολημένο το έργο με το να
χωρέσει τόσα άλυτα στοιχεία μαζί που εν τέλη δεν είχε χρόνο να ολοκληρώσει μια
πρόταση.

Φυσικά το έργο δεν ήταν εξ'ολοκλήρου αποτυχημένο διότι,
φυσικά είναι Τρίερ και σίγουρα θα έχει κάποια στοιχεία εξαιρετικά, ειδικά στο
πρώτο μέρος που παρότι πιο στιλιζαρισμένο ήταν και το πιο ουσιαστικό,
στοιχεία που θα έλαμπαν αν δεν υπέκυπτε ο Λαρς στην ευκολία. Λίγο η ερμηνεία
της Gainsbourg, λίγο το
σενάριο, λίγο τα στοιχεία σοκ που άρχιζαν να κουράζουν και η φτηνή δικαίωση
τους, το δεύτερο μέρος ήταν απογοητευτικό και μάλλον για αυτό δεν ακούστηκε
πολύ.

Στον κόσμο του Τρίερ οι άνδρες είναι ζώα και οι γυναίκες
θύματα, εκείνος δεν θα είναι με την πλευρά των γυναικών, θα είναι η ίδια η
γυναίκα: η Αγία, η πόρνη, το θύμα και μέσω αυτών θα αυτοενοχοποιείται, πριν
προλάβει ο θεατής να τον ενοχοποιήσει και θα αυτοδικαιώνεται σε κάθε του έργο,
ο,τι και να πει, από όποια πλευρά του φράχτη και αν βρίσκεται. Προσωπικά θα
ήθελα να τον δω να ξεφεύγει για λίγο από αυτήν την λούπα και περιμένω το
επόμενο με την ελπίδα να διαρκεί λιγότερο από πέντε ώρες.

Related stories

Η δική μας μεταπολίτευση είναι η σειρά ντοκιμαντέρ που πρέπει να δεις στο Ertflix

Η ιστορική σειρά ντοκιμαντέρ «Η δική μας μεταπολίτευση», παραγωγής ERTFLIX που επιμελούνται και...

Πού βρισκόταν το εξοχικό κέντρο Λουξεμβούργο

Ποιος θυμάται το Λουξεμβούργο; Τότε που η θάλασσα έγλειφε...

Πέθανε ο Ολιβιέρο Τοσκάνι, ένας από τους πιο εμβληματικούς φωτογράφους

Ο Ολιβιέρο Τοσκάνι, γεννημένος το 1942 στο Μιλάνο, ήταν...

Η Άνω Πόλη του Γιώργου Κόφτη

Για να αντιληφθεί κανείς την πόλη της Θεσσαλονίκης θα...