HomeNewsroomΣινεματογράφος: Έρωτας, Πολιτική και Αυνανισμός στην 7η...

Σινεματογράφος: Έρωτας, Πολιτική και Αυνανισμός στην 7η Τέχνη

Η Απεικόνιση των Εθνών στον Κινηματογράφο Μέρος Δεύτερο:
Όταν τα Έθνη Αντεπιτίθενται…και Αποτυγχάνουν.


Στο πρώτο μέρος, αναλύσαμε την προχειρότητα κατά την οποία η
εμπορικότερη κινηματογραφική βιομηχανία του κόσμου ανταποκρίνεται
σε ο,τι αφορά
την απεικόνιση άλλων εθνών, με γραφικά παραδείγματα όπως ο “Ταρζάν” και το
“Πέρα από την Αφρική”. Σήμερα όμως θα αγγίξουμε την αντιπρόταση που προσφέρεται
από τα έθνη και πως παρουσιάζουν τα ίδια τον εαυτό τους.

Εδώ έχουμε δύο μεγάλα προβλήματα: την μίμηση και την
απολογία.
Μίμηση της εικόνας που έχουν οι άλλοι για εμάς, που ισούται με
τουριστικό κινηματογράφο και την απολογία που καταλήγει επίσης σε μίμηση διότι
δεν τολμά να κοντραριστεί με τον κινηματογράφο που μας είναι γνώριμος. Είναι
αλήθεια πως είναι δύσκολο κανείς να παράγει εμπορικό κινηματογράφο και να μην
φαίνεται να λέει: “κοιτάξτε μας, μπορούμε να κάνουμε και εμείς κινηματογράφο”.
Το δεύτερο πρόβλημα συναντάται στον κινηματογράφο παγκοσμίως.  Εδώ υπογραμμίζω όμως ότι τα συγκεκριμένα
προβλήματα βρίσκονται συνήθως στον εμπορικό κινηματογράφο, ίσος για τον λόγο
του ότι ο ανεξάρτητος γνωρίζει πολύ καλά πως δεν πρόκειται να βγάλει τα λεφτά
του και άρα δεν καταβάλει την προσπάθεια να προσποιηθεί.

Κάποτε, σκηνοθέτες και παραγωγοί-απόγονοι σπουδαίων
κινηματογραφικών επιτευγμάτων σε παγκόσμιο επίπεδο συνειδητοποίησαν πως δεν
χρειαζόταν να παράγουν τέχνη αλλά το μόνο που πραγματικά χρειάζονταν ήταν να
κάνουν τουριστικό κινηματογράφο που εξυμνεί τον τόπο υπό τους εμπορικούς όρους
του Hollywood, όπως τους αναπτύξαμε στο προηγούμενο κείμενο.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της μεθόδου: ο Giuseppe Τornatore και ο Jules Dassin με την Μελίνα. Φυσικά όχι σε όλα τους και σε καμία περίπτωση δυστυχώς δεν υπήρξαν
οι μοναδικοί.

Το να κάνεις την ιδιαιτερότητα σου λάβαρο είναι μία σεβαστή
επιλογή και συχνά απαραίτητη.
Το να μην κατανοείς γιατί γίνεται λάβαρο, αυτό
αποτελεί πρόβλημα. Και εδώ ερχόμαστε σε ένα ακόμα θέμα του “τοπικού”
κινηματογράφου που αφορά όμως τον τόπο. Εκτός του ότι συχνά οι σκηνοθέτες δεν
έχουν επαφή με την 7η τέχνη, δεν έχουν ιδιαίτερη επαφή και με την κουλτούρα
τους την ίδια. Συγκεκριμένα οι ερμηνείες και τα ερωτήματα που τίθενται,
φαίνονται τόσο αποκομμένα από την υποτιθέμενη συνθήκη, την έκφραση και τρόπο
αντίληψης των χαρακτήρων, του τόπου και της εποχής που το αποτέλεσμα είναι
συγκλονιστικό. Συνειδητοποιεί κανείς ένα βαθύτατο πολιτισμικό χάσμα μεταξύ του
παρελθόντος και του παρόντος σε έθνη. Είναι πιθανό λοιπόν σήμερα να μην
καταλαβαίνουμε εμείς οι ίδιοι την κουλτούρα μας και πως να την απεικονίσουμε
χωρίς να υποκύψουμε στην επιτηδευμένη γραφικότητα που επιτάσσει η αγορά;

Από το πρώτο πρόβλημα συνήθως ξεφεύγει ο δυτικός
κινηματογράφος διότι δεν θεωρείται τόσο “εξωτικός” για να πουλήσει ιδιαιτερότητες,
υποκύπτει όμως κατευθείαν στην παγίδα του δεύτερου, η οποία αγγίζει πολλούς. Η
“απολογία” του τοπικού κινηματογράφου σημαίνει ο κινηματογράφος που προσπαθεί
να αντιγράψει δομικά και ποιοτικά τον Βόριο Αμερικάνικο. Αυτό είναι πραγματικά
ένα πολύ μεγάλο πλήγμα στα παγκόσμια δρώμενα, διότι έχει καταφέρει να
καταστρέψει κατά τα άλλα αξιόλογα έργα.Ένα
πολύ καλό παράδειγμα επ' αυτού είναι το “Die Welle” (Το Κύμα)του
Dennis Gansel. Μία
ταινία εξαιρετική, μέχρι που άρχισε να επιτάσσει την συγκίνηση με μεθόδους που
δεν μπορούσε να διαχειριστεί, μέχρι δηλαδή που άρχισε να φαίνεται ψεύτικη διότι
αισθάνθηκε πως όφειλε να είναι. Δυστυχώς από την παγίδα δεν ξεφεύγει ούτε ο
περίφημος Γαλλικός κινηματογράφος, αν και καλά κρατεί διότι έχει πληθώρα
παραγωγής και οι Γάλλοι χαίρονται πολύ για το γεγονός ότι είναι Γάλλοι.
Δυστυχώς όμως οτιδήποτε απευθύνεται στο ευρύ κοινό παγκοσμίως θεωρεί πως πρέπει
να του δώσει έτοιμη μασημένη τροφή και ενώ ποντάρει στην μοναδικότητα της
κουλτούρας του εν τέλη αποσύρεται, πράγμα ειρωνικό διότι το κοινό που θα
απορρίψει την ταινία επειδή παραείναι εθνικά διαφορετική, έχει ήδη φύγει από
την στιγμή που συνειδητοποίησε ότι είναι ξενόγλωσση. 

Όλα αυτά είναι πρόβλημα διότι αφαιρούν από το έργο. Όταν
μιλάμε για “εθνική ματιά” δεν είναι πράγμα παίξε-γέλασε, έχει άμεσα να κάνει με
το δεδομένο δραματικό ερώτημα που τίθεται στο έργο και την ιδιαίτερη-φρέσκια
απάντηση που προκύπτει αβίαστα από τα πιστεύω, την ιστορία, την παράδοση και
την ταυτότητα ενός συγκεκριμένου έθνους. Μας αναιρεί δηλαδή την
αισθητική-δραματική λύση που είχαμε δώσει ως ξένοι θεατές με τα δικά μας
δεδομένα και μας εισάγει σε έναν άγνωστο για εμάς κόσμο με νέα ερωτήματα και
νέες λύσεις. Η “εθνική αποτύπωση” λοιπόν, δεν έχει σχέση με την γραφικότητα
αλλά με την ιδιαιτερότητα και εμείς ως θεατές περιμένουμε αυτή να μας δώσει μία
νέα, μοναδική λύση και όχι φυσικά να μας αντιμετωπίσει σαν πρόβατα που οφείλουν
να κόψουν εισιτήριο για την επόμενη πτήση στην Ρώμη.  Μέσα από αυτήν την απρόσμενη και μοναδική
λύση, έρχεται ο διάλογος μεταξύ κοινού και δημιουργού, μεταξύ δύο απολύτως
διαφορετικών πολιτισμών και αυτό είναι η μαγεία του κινηματογράφου.
Συμπάσχουμε, κρίνουμε, συγκινούμαστε διότι συνειδητοποιούμε πόσο πραγματικά
ίδιοι είμαστε μέσα από τις διαφορές μας. Ότι έχουμε όμοια όνειρα, όμοια πάθη
και κινούμαστε παγκοσμίως σε μία παράλληλο που αλληλοσυμπληρώνεται. 

Δυστυχώς στον κινηματογράφο έχουμε αποδεχθεί κάπως το
μονοπώλιο της Αμερικής και αυτό ανοίγει τους ασκούς το Αιόλου σε αυτά τα
ζητήματα.
Έχουμε συνηθίσει να ταυτιζόμαστε μέσα από τα προβλήματα και τις
λύσεις που μας παρουσιάζονται στο Hollywood, συνεπώς όταν πάμε να δημιουργήσουμε κάτι δικό μας,
πάμε με τους κανόνες του, μόνο και μόνο λόγο συνήθειας και της πεποίθησης ότι
αυτό θα πουλήσει. Το αποτέλεσμα είναι τουλάχιστον εκνευριστικό, διότι το Hollywood ξέρει το παιχνίδι
του καλύτερα από τον καθένα, διότι μας έχει ήδη δώσει την λύση του. Το
φαινόμενο όμως παρατηρείται σχεδόν παντού και το γελοίο της υπόθεσης είναι ότι
πάντα φαίνεται. Όπως ανέπτυξα στο κείμενο για το Νέο Κύμα, μας είναι εν τέλη
πολύ ευκολότερο να ταυτιστούμε με κάτι απολύτως ξένο αλλά μοναδικό, παρά με
κάτι που κοπιάρει κάτι άλλο. Ακόμα και όταν ο θεατής δεν έχει ιδέα για την
παραγωγή που βλέπει, αντιλαμβάνεται έστω υποσυνείδητα ποιος ήταν ο στόχος του
έργου και πως αυτός απέτυχε. Στο ξένο κοινό, η ταινία που προσπαθεί να θυμίσει
κάτι το οικείο εν τέλη “ξενίζει”, συνεπώς η λύση είναι να σταματήσει να
προσπαθεί και απλά να πει την ιστορία της στην γλώσσα της. Για αυτό λατρέψαμε
τον Fellini, τον Truffaut, τον Kurosawa και τους ανάγαμε σε
τέρατα του εθνικού κινηματογράφου, διότι μέσα από την απόλυτη ιδιαιτερότητα της
ταυτότητας τους, μας αφορούσαν. Πήγαν πέραν της αισθητικής, πέραν της ευκολίας
και απάντησαν στο “γιατί;” Τι είναι αυτό που έχτισε αυτήν την αισθητική, τι το
αναντικατάστατο έχει να προσφέρει στον παγκόσμιο κινηματογράφο;

Βέβαια κάνω το λάθος να συγκρίνω παραδείγματα του εμπορικού
κινηματογράφου έναντι του ανεξάρτητου και αυτό είναι μία μεγάλη αδικία, διότι
όπως είπαμε ο ανεξάρτητος κινηματογράφος συχνά τολμά να προβάλει την προσωπική
του αφήγηση και να είναι ειλικρινείς, παράγοντας διαμάντια μέχρι και σήμερα. Το
κρίμα είναι πως δεν είναι τόσο επικερδής πάντα όσο υπήρξε στο παρελθόν, διότι
κάποτε τα δύο είδη πήγαιναν να ταυτιστούν. 

Επίσης δεν μπορώ να παραβλέψω την παρουσία του Ιαπωνικού Anime ως έναν πολύ πετυχημένο
εμπορικό αντίλογοπου πεισματικά
φαίνεται να αρνείται τις υποδείξεις του Hollywood σχεδόν σε όλα τα επίπεδα. Ύστερα από χρόνια παρουσία,
όχι μόνο κατάφερε να κατακτήσει ένα φανατικό κοινό, αλλά και το συγκεκριμένο
κοινό που υπό άλλες συνθήκες θα απεχθανόταν οτιδήποτε ξενόγλωσσο. Τόσο
επιτυχημένη φάνηκε να είναι η συνταγή, που κάποτε το Βουνό ήρθε στον Μωάμεθ και
το Hollywood ξεκίνησε
να μιμείται τα Anime.

Ίσως να μην είναι τυχαίο το γεγονός ότι το παγκόσμιο κοινό
του άρχισε να αναπτύσσεται με την άνοδο του διαδικτύου και τα παιδιά που κάποτε
έβλεπαν Pokemon στην
τηλεόραση ανακάλυψαν τον Miyazaki
αναμεταξύ πολλών άλλων. Έτσι λοιπόν στενεύουν οι ορίζοντες κι πράγματα
που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχαμε την ευκαιρία να ανακαλύψουμε, τώρα μας
έρχονται σχεδόν στο πιάτο από την άλλη άκρη της γης. Με παραγωγή 5.000 ταινιών
ετησίως, μπορούμε μόνο να ελπίζουμε. 

Related stories