Το περασμένο σαββατοκύριακο η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο του ευρωπαϊκού σινεμά με ένα εντελώς διαφορετικό τρόπο. Αυτή τη φορά φιλοξενώντας ένα από τα σπουδαιότερα διεθνή κινηματογραφικά συνέδρια, αυτό του Europa Cinemas ενός δικτύου από κινηματογραφικές αίθουσες (ανάμεσά τους αρκετές ελληνικές) που συνιστά εδώ και εικοσιένα χρόνια έναν από τους πιο σημαντικούς φορείς στήριξης και προβολής της ευρωπαϊκής ταινίας. Ένα συνέδριο μάλιστα που επρόκειτο να γίνει πριν από δύο χρόνια στην Αθήνα, αλλά αναβλήθηκε λίγες εβδομάδες πριν την προγραμματισμένη ημερομηνία του από το φόβο πιθανών προβλημάτων λόγω της έκρυθμης κατάστασης στην οποία βρισκόταν τότε η Αθήνα.
Ψήφος εμπιστοσύνης
λοιπόν για την Ελλάδα και την Αθήνα η
φετινή διοργάνωση στο ξενοδοχείο Χίλτον
από τις 21 ως τις 24 Νοεμβρίου, σε ένα
εξαιρετικά χρήσιμο τετραήμερο όπου
παραπάνω από 5000 σύνεδροι από 47 χώρες,
αιθουσάρχες, διανομείς, δημοσιογράφοι
και sales agents
είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν για
το μέλλον της αίθουσας στη Ευρώπη και
όχι μόνο. Το λυπηρό από ελληνικής πλευράς
ήταν η μικρή μάλλον κάλυψη του συνεδρίου
από τα μέσα ενημέρωσης ίσως γιατί το
θέμα έμοιαζε αρκετά ειδικό (δεν είναι
όμως) ή γιατί πίστεψαν ότι δεν υπάρχουν
σημαντικοί καλεσμένοι έστω και αν
ανάμεσά τους βρισκόταν, για παράδειγμα,
ο παραγωγός-θρύλος Τεντ Χόουπ (Παγοθύελλα,
21 Γραμμάρια, Μυστικά της Κρεβατοκάμαρας)
εδώ με την ιδιότητα του επικεφαλή της
San Francisco
Film Society
δηλώνοντας στη συγκινητική του παρουσίαση
αιώνα πίστη στο σκοτάδι της κινηματογραφικής
αίθουσας ως το μοναδικό μέρος που μπορεί
κανείς να μοιραστεί την κινηματογραφική
εμπειρία. Το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου
πάντως άδραξε την ευκαιρία της παρουσίας
μεγάλου αριθμού sales agents
που είχαν στο περιθώριο του συνεδρίου
τη δικιά τους συνάντηση και διοργάνωσε
πετυχημένες συναντήσεις γνωριμίας τους
με τους έλληνες παραγωγούς.
Τα μεγάλα θέματα
του συνεδρίου ήταν δύο, από τη μια η
πορεία της ψηφιοποίησης των αιθουσών
που έχει ακόμη αρκετό δρόμο σε αρκετές
ευρωπαϊκές χώρες και αποτελεί ένα
αληθινό αγκάθι και για τη χώρα μας
ελλείψει χρημάτων και βέβαια οι νέοι
τρόποι προσέλκυσης του νεανικού κυρίως
κοινού στις αίθουσες και η αναχαίτιση
της μείωσης του αριθμού των εισιτηρίων
που κόβονται διεθνώς, ένα φαινόμενο
εξαιρετικά πολύπλοκο μέσα στο περιβάλλον
της οικονομικής κρίσης. Η έμφαση που
δόθηκε σχεδόν από όλους τους συνέδρους,
αλλά και από τους εκπροσώπους της
Ευρωπαϊκής Ένωσης που χρηματοδοτεί την
πρωτοβουλία είναι η ανάγκη εκπαίδευσης
του νέου κοινού στη σινεφιλία ώστε να
μη χαθεί μια γενιά που κινδυνεύει να
αποξενωθεί τόσο από την κινηματογραφική
αίθουσα όσο και από την ευρωπαϊκή
κινηματογραφική κληρονομιά. Δεν είναι
τυχαίο ότι ανάλογα σχέδια εμφανίζονται
αυτόνομα σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία
που αποφασίζουν να εστιάσουν μετά από
πολύχρονες έρευνες στην ίδια κατεύθυνση
δίνοντας όλο το βάρος στα εκπαιδευτικά
προγράμματα.
Από τη μεριά
τους οι αίθουσες έχουν το δικό τους
μερίδιο στη λύση και αυτή δεν είναι παρά
ο εμπλουτισμός τους. Αν υπάρχει πάντως
ένα αισιόδοξο μήνυμα από το συνέδριο
ειδικά για εμάς που ζούμε σε μια χώρα
που μάλλον βρίσκεται στη δυσμενέστερη
οικονομικά θέση και βλέπει τις αίθουσες
της να φυλλοροούν ή να παρακμάζουν αυτό
είναι οι εξαιρετικές ατομικές προσπάθειες
από μικρές αίθουσες ανά την Ευρώπη και
μάλιστα σε μικρές πόλεις όπως το Σεντ
Ετιέν για παράδειγμα. Πρωτοβουλίες που
κυριολεκτικά επανευφερίσκουν το
χαρακτήρα τους και το ρόλο τους στην
τοπική κοινότητα, εμπλουτίζονται με
εκπληκτικές παράλληλες δράσεις (πχ.
Ζωντανές συνδέσεις μέσω skype
με σκηνοθέτες!) και προγράμματα και
φέρνουν ξανά τον κόσμο κοντά τους. Με
λίγα λόγια υπάρχουν δυνατότητες που
δεν απαιτούν απαραίτητα πολλά χρήματα
αλλά ιδέες και πολύ μεράκι και αυτή
είναι νομίζουμε η μοναδική κατεύθυνση
για να επιβιώσει και η ελληνική αίθουσα.