«Μικρές κριτικές σκέψεις: “Every
thing will be fine” και “Under
electric clouds”»
Every thing will be fine του Wim Wenders (Μη Διαγωνιστικό)
Ο μεγάλος auteur -και αγαπητός προσωπικά – Wenders, κάπου στον δρόμο χάθηκε, με την τελευταία
του ταινία. Και ενώ αρκετοί περιμέναμε μια νέα δημιουργία που θα δώσει έναυσμα
για σκέψη – φυσικά μην περιμένοντας να φτάσει τα επίπεδα της πρώτης
δημιουργικότατης περιόδου – ωστόσο θα μπορούσε να είναι λίγο κοντά στις ταινίες
της τελευταίας του, αλλά αυτή την φορά έμοιαζε με ταινία κάποιου άλλου. Η
απουσία της οπτικής του ήταν απόλυτα εμφανής. Σαν να ξέχασε να γυρνάει ταινίες.
Η χρήση του 3D, και
ειδικά σε δραματική ταινία, δεν λειτουργεί, δεν μπορούμε να κατανοήσουμε την
ανάγκη του. Ακόμη και με γυμνούς οφθαλμούς μπορούσες να παρακολουθήσεις την
ταινία κανονικά. Άρα η λογική χρήσης ενός μέσου – τεχνικού – θα έπρεπε να έχει
ένα στόχο, που εδώ εξέλειπε παντελώς, άρα δεν μπορούμε να συνεχίσουμε να το
αναλύουμε. Η ταινία είναι δράμα χαρακτήρων και θα μπορούσαμε να πούμε πως
κάποια βασικά στοιχεία του συνολικού έργου του επανέρχονται εδώ, αλλά με την
διαφορά πως αυτά αγγίζονται άκρως επιφανειακά, με αποτέλεσμα, μόνο η μυημένοι
με αυτά να κατανοούν ότι εδώ μιλάμε για τον ίδιο τον δημιουργό και όχι για έναν
δευτεροκλασάτο χολιγουντιανό «υπάλληλο». Χαρακτήρας μοναχικός και τσακισμένος
δίχως να γνωρίζουμε τον λόγο, παιδιά που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη
του κυρίως χαρακτήρα, μια διαδρομή τύπου περιπλάνησης και αυτογνωσίας- δίχως να
είναι roadmovie – προς μια θέση στον κόσμο, μια απολύτρωση
από τις όποιες ενοχές. Αυτά πάντα υπάρχουν στο έργο του. Αλλά εδώ υπάρχουν σαν
γυαλάδα στην βιτρίνα και όχι σαν κύτταρα φιλμικού σώματος. Ο Wenders χάνει την ουσία. Το σενάριο δεν το έγραψε
αυτός και μοιάζει επίσης να μην το μελέτησε – χωρίς να δίνουμε χάρη στο
σεναριογράφο μιας και το ίδιο είναι απολύτως αδύναμο και αφελές – και έτσι η
σκηνοθετική του υλοποίηση είναι αν όχι αδιάφορη, σίγουρα άνευρη, σίγουρα
χλιαρή. Και ποιο είναι το στόρι; Ένας συγγραφέας έρχεται αντιμέτωπος με τις
ευθύνες της ζωής του (χάρη σε ένα εν δυνάμει ατύχημα που ήταν θήτης) εν μέσω
επαφής με τον κόσμο (παιδιά και γυναίκες) και τις προσδοκίες που έχουν οι άλλοι
από αυτόν και από τις ελπίδες που τους έδωσε. Σιγά σιγά οι ενοχές και οι
φοβίες, δίνουν θέση στην λύτρωση, σε ένα γλυκανάλατο τέλος, γεμάτο
συμβατικότητα! Το όλο concept
του στορι είναι πολύ απλό και τετριμμένο, με πασαλειμμένες λεπτομέρειες (για να
γεμίσει τον χρόνο) που καρφώνουν στο ίδιο μόνιμα σημείο την ταινία, δίχως
εξέλιξη, δίχως ερωτήματα, δίχως συγκρούσεις, δίχως ψυχογραφήματα, σχεδόν μελό,
δίχως ψυχή, δίχως προσπάθειες να δώσει κάτι νέο στην φιλμική γλώσσα ή απλά να
μεγαλουργήσει στο κλασικό του ρεαλισμό. Με φωτογραφία πλαστική και ψεύτικη –
σαν να παίζουν σε κακοφτιαγμένα ντεκόρ – , μοντάζ άρρυθμο και δίχως αφηγηματική
λειτουργία (και κάτι «πρωτοποριακά διπλοτυπικά τερτίπια που δεν λειτουργούν),
πλάνα πότε μεγάλα και περιττά, πότε αργά με αφηγηματικά και νοηματικά άλματα,
ένα soundtrack που προθέτει
αρνητικά στο όλο ψεύτικο και κουρασμένο στόρι (μα και ντουμπλάζ αφρόντιστο;)
ερμηνείες νωχελικές, επαναπαυόμενες στα μεγάλα ονόματα των ηθοποιών αλλά και
του σκηνοθέτη. Το πρόβλημα έγκειται πως και του Wendersνα μην ήταν (που έχουμε δηλαδή άλλες προσδοκίες), η ταινία πάλη άκρως
κακή θα ήταν. Ένα καλλιτεχνικό Βατερλό. Που πήγε ο τσαμπουκάς κύριε Wenders;
Βαθμολογία: 1/5
***
Under electric clouds του Alexey German Jr. (Διαγωνιστικό)
Μια σπονδυλωτή ταινία χωρισμένη σε κεφάλαια, ταινία καθαρού
προβληματισμού, συμβολισμού και σινεφίλ προθέσεων υψηλού επιπέδου, όπως
επιτάσσει η ρωσική κινηματογραφική παράδοση, όπου άνθρωποι με διαφορετικό
παρελθόν και κοινό όμως μέλλον, βρίσκονται σε ένα παράλληλο ταξίδι
συνειδητοποίησης, ερωτημάτων, ένα ταξίδι που χάνεται στην αβεβαιότητα της
σύγχρονης κατάστασης της χώρας. Μετά την ανατροπή της Σοβιετικής Ένωσης, όλα
άρχιζαν να σκουριάζουν εγκαταλελειμμένα. Η τεράστια τούτη χώρα μετατράπηκε σε nomanland, απομονωμένος κρανίου τόπος και κενός από
ζωή και δράση. Ζωή που απλά ρέει και αυτοτρώγεται, αυτοδιαλύεται. Οι ήχοι
έρχονται να ταιριάξουν στη μουντάδα των «νέων» καιρών, όπου καμιά ελπίδα μπρος
δεν διαφαίνεται. Σε τούτο το πλαίσιο ο σκηνοθέτης τοποθετεί τους ήρωες της
ταινίας, να αποδομούνται ψυχικά και οι ίδιοι, σε πρώτο πλάνο μαζί με την γύρω
υποβόσκουσα και σκουριασμένη πραγματικότητα. Οι άνθρωποι οδοιπορούν στα ίδια τα
γεωγραφικά ώρια, δίχως διαφυγή – διαφυγή που πεθαίνει και στο καδράρισμα του
φιλμ, – αδυνατούν να ξεφύγουν από τούτο το πλαίσιο. Βασανίζονται ολομόναχοι
εσωτερικά, όπως ακριβώς και το περιβάλλον που μοιάζει συμπιεστικό μέσα στην
απλωσιά των τοπίων. Με ποιητική Ταρκόφσκι (αλλά και Αντονιόνι), οι άνθρωποι κρυώνουν ψυχικά και
σωματικά σε αυτό το άγονο χώρο όπου κάποτε έσφυζε από ζωή και παραγωγή και
ανθρώπους και τώρα όλοι μοιάζουν περιπλανώμενοι, όπου θύμησες νοσταλγίας και
σκέψεις νέες, συνδέονται εμμέσως και συναισθηματικά δυνατά με το παρελθόν, το
επαναεξερευνούν προσπαθώντας να βρούνε λύτρωση στο παρόν και στο μέλλον,
προσωπική – απόλυτα εξαρτημένη από την κοινωνική – πράγμα που μας αναγκάζει η
ταινία να συλλογιζόμαστε.
Ταινία σιωπηρή, αργά μονόσυρτα πλάνα εικαστικής δύναμης και εκφραστικής
αφήγησης – που ζητά όμως την προσοχή του θεατή – πότε εσωτερικά και πότε εξωτερικά, έκφραση
της ψυχογραφίας των ηρώων. Με αργή χρήση
ενός ρυθμού γεμάτου και συμπυκνωμένου, δίχως περιττά χρονικά κενά, αφήνει τον
χώρο και χρόνο στο θεατή να συλλογιστεί και με βάση το τοπίο και με βάση τους
διαλόγους και με βάση την συνολική κινηματογραφική έκφραση της ταινίας. Βαθιά
κοινωνική ταινία με λεπτές πολιτικές απόψεις, που ξεπερνά την σκόπελο της
προσωπικής ομφαλοσκόπησης, προσπαθώντας να εισέλθει σε ένα ποιητικό και
αφαιρετικό κόσμο, που καταρρέει αβοήθητος. Τα καταφέρνει.
Βαθμολογία: 3.5/5