Ἰσίδωρος Ζουργός «Οἱ ρετσίνες τοῦ βασιλιᾶ». Ἐκδόσεις Πατάκη Ὀκτώβριος 2019. 450 σελίδες.
Ἡ ἐξιστόρηση ξεκινᾷ ἕνα φθινόπωρο σέ ἕνα τυπικό ἑλληνικό χωριό. Ὅσο ἀκόμα διαρκοῦν οἱ ζέστες, ἐμφανίζεται ἕνας τύπος. Ὁ Λεόντιος Ἔξαρχος, συνταξιοῦχος πιά πολιτικός μηχανικός καί σύζυγος τῆς μοναχοκόρης τοῦ μακαρίτη τοπικοῦ βουλευτῆ ἐπέστρεψε γιά νά ζήσει μακρυά ἀπό τήν Ἀθήνα, στόν παλιό πύργο τοῦ πεθεροῦ του.
Ὁ συγγραφέας στήν πορεία θά μᾶς συστήσει ἐκείνους τούς κατοίκους τοῦ χωριοῦ πού θά πλαισιώσουν τήν ἱστορία τοῦ Ἔξαρχου, καθώς καί τήν οἰκογένειά του: τήν μακαρίτισσα σύζυγό του καί τίς τρεῖς κόρες του, μέ τίς ὁποῖες ἔχει διακόψει κάθε ἐπαφή.
Παρακολουθοῦμε τήν προσαρμογή του στή ζωή καί τούς ρυθμούς τοῦ χωριοῦ. Εἶναι ἐντυπωσιακή ἡ μεταστροφή, τόσο στόν Ἔξαρχο, ὅσο καί στούς κατοίκους. Τόν πρῶτο καιρό, ὅσο ἀκόμα ὁ μεγαλοεργολάβος κουβαλάει τήν ἀρχοντική συμπεριφορά του, οἱ κάτοικοι τόν ὑπολήπτονται. Ὅσο περνᾷ ὁ καιρός καί ὁ Ἔξαρχος θέλει νά ἐνσωματωθεῖ στή μικρή κοινότητα, ἀλλά κυρίως ἀπό τότε πού ὑποκύπτει στά θέλγητρα τῆς ἐξαιρετικῆς ρετσίνας τοῦ καφετζῆ, οἱ συγχωριανοί του τόν θεωροῦν ἴσο τους. Καί ὄχι μόνο…
Ἡ ἐξάρτηση τοῦ Ἔξαρχου ἀπό τή ρετσίνα καί ἡ ἐξαθλίωση, στήν ὁποία τόν ὁδηγεῖ, θυμίζουν ἐν πολλοῖς τήν πορεία τοῦ Ἔρβιν Ζόμερ, ἥρωα τοῦ Χάνς Φάλλαντα στό συγκλονιστικό «Ὁ πότης».
Σέ ὅλη αὐτήν τήν κατηφορική πορεία, ὁ Ἔξαρχος ἔχει ἕναν πιστό ἀκόλουθο. Εἶναι ὁ Ζαχαρίας, ὁ μισότρελος τοῦ χωριοῦ, ὁ πρῶτος ἄνθρωπος πού συνάντησε ὅταν μπῆκε στό χωριό. Ὁ Ζαχαρίας θά τοῦ σταθεῖ στά δύσκολα, θά τόν προφυλάξει, θά τοῦ πεῖ ἀλήθειες, θά τόν ἀγαπήσει. Τό πόσο πολύ θα τό μάθουμε μέ ἰδιαίτερα συγκινητικό τρόπο.
Ὅσο ἡ λάμψη και ἡ δύναμη τοῦ Ἔξαρχουν θά σβήνουν, τόσο θά ἔρχονται στήν ἐπιφάνεια παλιές πεποιθήσεις, θά ξυπνοῦν ξεχασμένες ἱστορίες. Ὁ πόνος γίνεται δυσβάσταχτος. Κι ἡ κατηφόρα μονόδρομος.
Ἡ ἀφήγηση καλύπτει ἕναν χρόνο. Ξεκινᾷ μέσα Σεπτεμβρίου μέ τόν ἔρχομό στό χωριό καί τελειώνει τόν ἑπόμενο Αὔγουστο. Ὅμως περιγράφονται περισσότερα χρόνια: ὁ Λεόντιος φοιτητής, ἡ γνωριμία του καί ἡ σχέση του μέ τήν γυναῖκα του, οἱ δουλειές του, ἡ σχέση του μέ τόν πεθερό του, οἱ διαταραγμένες σχέσεις μέ τίς κόρες του. Κι ὅσο διαβάζουμε αὐτά, ὁ Ζουργός μᾶς κερνᾷ μικρές δόσεις κοινωνικοῦ σχολιασμοῦ, τόσο γιά τό παρελθόν (πολιτικές ἴντριγκες, οἰκοδομική δραστηριότητα), ὅσο καί γιά τό παρόν (χάσμα γενεῶν, παγκοσμιοποίηση, τρόποι ἐπικοινωνίας, τουρισμός καί άλλοίωση, ἀναξιοποίητες παραγωγικές δυνατότητες). Πολύ περισσότερο ὅμως τό βιβλίο εἶναι ἐντρύφηση στήν ἀνθρώπινη ψυχή. Ὁ Λεόντιος Ἔξαρχος παρουσιάζεται σάν σύγχρονος Βασιλιάς Λήρ. Δέν ἔχει πλέον ἐξουσία, οἱ τρεῖς κόρες του (Γαβριηλία/Γονερίλα, Ρεγγίνα/Ρεγάνη καί Κορίνα/Κορδέλια) δέν θέλουν νά ἔχουν καμμία σχέση μαζί του, ὁ πιστός Ζαχαρίας/γελωτοποιός, ὁ γιός τοῦ συνεταίρου/δούκας, ὅλοι αὐτοί κλείνουν τόν πρώην ἄρχοντα σέ ἕναν πύργο, ὅπου βιώνει τήν πτώση, τή φθορά, τή συντριβή. Οἱ ἀρχικές ἀναφορές στόν Ραμπελαί, τό λυτρωτικό γέλιο καί τήν καλοπέραση, σταδιακά ἐξαφανίζονται μπροστά στόν ἐπερχόμενο ζόφο. Ἡ συνάντηση μέ τόν θάνατο, μέ τό παρελθόν πού πονᾷ, μέ τίς κρυμμένες ἀλήθειες περιγράφονται ἄλλοτε μέ τρόπο λυρικό, ἄλλοτε μέ γλῶσσα σκληρή. Ἡ ἀγάπη πάντα ὑποβόσκει. Καί τό τέλος συγκλονίζει.
Ὁ Ἰσίδωρος Ζουργός, μετά ἀπό μία σειρά σπουδαίων ἱστορικῶν μυθιστορημάτων, μᾶς παρέδωσε ἕνα βαθύτατα ἐσωτερικό ἔργο. Εἶναι γραμμένο ὅπως πάντα μέ ἀξεπέραστο πλοῦτο λέξεων, είκόνων, συναισθημάτων. Μᾶλλον τό καλύτερο ἕως τώρα βιβλίο αὐτοῦ πού θεωρῶ ἴσως τόν σπουδαιότερο ἐν ζωῇ Ἕλληνα συγγραφέα.
«Αὐθορμητισμός καί ἀγάπη δέ συνταιριάζονται. Ἡ ἀγάπη εἶναι ὕφανση τῆς ὑπομονῆς μέ τήν ἀφοσίωση, ἀπαιτεῖ περιφρούρηση τῶν μυστικῶν καί ἐνδεχομένως τή συγκάλυψή τους.»
«Ὁ Ζαχαρίας ἦταν ὅλα ὅσα τόν πονοῦσαν κι αὐτά μαζί πού φοβόταν, ὅλα ὡς εἴδωλο ἀντεστραμμένο. Ἦταν τό δικό του μυαλό, πού ὅμως δούλευε μέ τήν ὄπισθεν, ἡ καρδιά πού χτυποῦσε ἐκεῖνο τό δευτερόλεπτο πού ἡ δική του ἀναπαυόταν. Ἦταν ὁ ἀδρεφός του πού ξαγρυπνοῦσε τήν ὥρα πού αὐτός κοιμόταν, πού γελοῦσε ὅταν ὁ ἴδιος ἔκλαιγε.»