Είκοσι Έλληνες λογοτέχνες απαντούν σε είκοσι (κοινά) ερωτήματα.
Σήμερα, ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης.
Πώς είστε;
Όπως λέγαμε και παλιότερα: μια χαρά χάλια!
Πώς αντιλαμβάνεστε την Κρίση και πώς σας επηρεάζει;
Επιμένω να τη θεωρώ κρίση αξιών, αρχινισμένη ήδη από τη δεκαετία του 1980, που αποχαλινώθηκε και ανήγαγε τη χυδαιότητα, την ανηθικότητα και, αλίμονο, την απόλυτη ταχύπλοη και κυνική ηλιθιότητα σε βασίλισσες μαινάδες. Αρνούμαι να με επηρεάσει, κάνω τα πάντα για να θρέψω και να θεριέψω αυτή την άρνηση.
Ποιες είναι οι ρίζες της Κρίσης;
Ο κατατεμαχισμός του κοινωνικού ιστού, η κουτοπόνηρη μανία για βόλεμα, η τηλεοπτική νοοτροπία στα πάντα.
Η περίοδος που περνάμε θα ευνοήσει την παραγωγή «σοβαρών» βιβλίων;
Εάν όχι, ζήτω που καήκαμε!
Ποια είναι η σχέση σας με τις νέες τεχνολογίες, το Web, τα Social Media;
Λίαν καλές.
Δέκα βιβλία στα οποία «πρέπει» να ανατρέχει κανείς. Ή όσα θέλετε.
Ηράκλειτος. Σαίξπηρ. Ντοστογιέφσκι (τα άπαντά τους). Το Ουράνιο τόξο της Βαρύτητας (Τόμας Πίντσον), όλος ο Νίκος Καρούζος, το Στο Δρόμο του Κέρουακ, το Κάτω από το Ηφαίστειο του Λόουρι. Όλος ο Τολστόι. Και όλος ο Ρομπέρτο Μπολάνιο. Ο Τόμας Μπέρνχαρντ, όλος κι αυτός!
Γενικώς: γιατί τα βιβλία;
Γιατί είναι η ανάσα μας.
Αλλάζει η λογοτεχνία τον κόσμο;
Μόνο η λογοτεχνία αλλάζει τον κόσμο. Και, φυσικά, μες στη λογοτεχνία βάζω και τον Έγελο, τον Σπινόζα, τον Νίτσε, τον Καντ.
Τι είναι η ανάγνωση, και πιο ειδικά η ανάγνωση των δικών σας βιβλίων;
Ανάσα.
Ο «ιδανικός αναγνώστης» υπάρχει; Χρειάζεται να υπάρχει;
Όχι και Όχι.
Ένας μέντορας σας;
Ο Νίκος Καρούζος.
Πόσο εύκολα ή δύσκολα γράφετε;
Όταν στρώνομαι να γράψω, γράφω πολύ εύκολα. Αλλά στρώνομαι πολύ δύσκολα. Κυρίως, διότι η πιο πολλή δουλειά γίνεται όταν βαδίζω, όταν βρίσκομαι στο κουρείο, όταν συνομιλώ με φίλους, κι όχι όταν κάθομαι να γράψω. Η προετοιμασία, αυτό είναι το μεγάλο ζόρι.
Τι χάνετε γράφοντας;
Απ’ όλα: χρόνο, χρήμα, ηρεμία, ύπνο, γλέντια, βόλτες, τραγούδια (και το νόστιμο είναι ότι, με την εξαίρεση του χρήματος, τα ίδια ακριβώς κερδίζω).
Πείτε μας λίγα πράγματα για το τελευταίο σας βιβλίο, και για το επόμενο.
Το τελευταίο είναι το Ζενερίκ (εκδόσεις «λογείον»), μια συλλογή κειμένων μου, έντονα βιβλιοφιλικών, στο περιοδικό «Διαβάζω». Το επόμενο, το γράφω εδώ και κάμποσο καιρό, είναι μια πολυσέλιδη ανατομία των τελευταίων 30 χρόνων στην Αθήνα, ένα είδος αντι-σάγκας, ένα μυθιστόρημα-ποταμός που αλληθωρίζει προς το ντοκιμαντέρ. Είναι η ψίχα της ψυχής μιας παρέας που έστερξε να τεμπελιάσει σε όλα εκτός από το ποτό, το διάβασμα, το γράψιμο, τον έρωτα, τη φιλία, και την ίδια την τεμπελιά. Είναι τιμή μου ότι οι εκδόσεις «Εστία» έχουν ήδη αναλάβει να το στεγάσουν φιλόξενα.
Ποια πιστεύετε ότι είναι η θέση σας στον «ελληνικό κανόνα» της λογοτεχνίας;
Κανονικά κανονική!
Μουσική, κινηματογράφος, τέχνες.
Με τα μπούνια! Είμαστε η γενιά του σελιλόιντ και του βινυλίου, βέβαια. Δεν περνάει μέρα που να μη δω κάποια ταινία, ώρα που να μην ακούσω μουσική, στιγμή που να μη σκεφτώ έναν πίνακα. Υποκλίνομαι πολλαχώς στους Μπομπ Ντίλαν, Τομ Γουέιτς, Μάρκο Βαμβακάρη — στους Αντρέι Ταρκόφσκι, Τζον Κασαβέτη, Μπέλα Ταρ — στους Μαρκ Ρόθκο, Τζάκσον Πόλοκ, Αλέξη Ακριθάκη.
Νιώθετε να αλλάζετε;
Εγώ σας πρόσβαλα;
Ο θάνατος;
Η ανυπέρβλητη απάντηση υπάρχει χαραγμένη σε έναν τάφο! Σ’ αυτόν του μέγιστου Μαρσέλ Ντισάν. Την έγραψε ο ίδιος, και λέει: D’ailleurs, c’est toujours les autres qui meurent [=Εξάλλου, εκείνοι που πεθαίνουν είναι πάντα οι άλλοι].
Μια ερώτηση που δε θα θέλατε να απαντήσετε;
Έχετε ώρα;