[
Υπάρχουν εικόνες που στριφογυρίζουν στις πυροχάλκινες φωτογραφίες του
μυαλού ακονίζοντας κάθε τόσο τα φιλντισένια τους νύχια. Ζούν μ´ ένα
όνομα που πλησιάζει τον άνεμο μέσα απ´ την κατάνυξη του νερού. Σκίζουν
τον αέρα κι ο ήλιος οξειδώνει τις αιχμές τους. Φωτοβολίδες επιζώντων
ναυαγών.
Η θάλασσα κρατάει πάντα το χρώμα της.Αυτό,το δικό σου αγαπημένο·
Γλιστράει σφιχτoδεμένη πάνω μας σαν ένα όραμα ή σαν ένα σώμα που ποθούμε σε μια γνωστή στιγμή τόσο κοντινή μα και τόσο μακρινή.
Μένω
ακόμη ντυμένη τα μάτια σου. Δυο γαλανές νησίδες και το δωμάτιο
κολυμπάει. Όταν γειτνιάζουν βότσαλα και άμμος γίνεσαι απτός. Σαν την
αναίτια φιλονικία ακρογυαλιάς και βράχου.
Σε
θυμάμαι να φουσκώνεις πλώρες και να διευθύνεις παλίρροιες, όπως ο αφρός
της θάλασσας. Ανήμερα εφήμερος κι ωστόσο αιώνιος κι ακέραιος.
Είναι που τα χέρια σου -τόσο γνωστικά- ούτε στον πόλεμο δεν τρέμουν.
Ακουμπώ
στην πυρακτωμένη έρημο της πλάτης σου. Αυτή η φευγαλέα στιγμή που σε
κρύβω κάτω απ´ τα ρούχα μου καταπόρφυρη κηλίδα λάμψης,ζωντανός
φλεγόμενος καθρέφτης.
Υπαρχει κάτι από εσένα που ανακαινίζει το φως τη στιγμή της ταφής του.
Τη
νύχτα που είναι τα όνειρα ανύσηχα κι οι σκιές κυνηγιούνται σε
τραγούδια,φυτρώνει πάντα ένας λωτός σαν έξοδος κινδύνου. Σε ονειρεύομαι
μετρώντας δάχτυλα απέναντι στο άπειρο.Έτσι διασταυρώνονται βυθός κι ο
ουρανός. Έτσι μαθαίνεται η σκέψη.
Ξημερώνει.
Στων ματιών σου τον ίλιγγο το πρωινό μου λιωμένο σύννεφο. Σ´ αυτή την
ακίνητη ανατολή θα σε στολίσω με χέρια που κάποτε συνέλεξαν κοχύλια. Θα
σε στολίσω για όταν φύγεις και μείνει μόνο αλμύρα στο άδειο πουκάμισο να
ανασαίνει κλεφτά αέρα γύρω απ´ το κορμί σου.
Να δρασκελίζεις καμιά φορά
μ´ ένθεα ακροδάχτυλα το ποτάμι της θύμησης
σαν ακάλεστος γλάρος ραμφίζοντας
βλέφαρα
Γιατί υπάρχουν μάτια
που ούτε τη λήθη δε μπορούν
να εκφυλίσουν.
Μου χαμογελάς φαντάζομαι. ]