HomeCinemaSafe Sex: Η ταινία που καθρέφτισε τη...

Safe Sex: Η ταινία που καθρέφτισε τη φούσκα πριν σκάσει

γράφει ο Κυκλοθυμικός
Το 1999 θα βγει στους κινηματογράφους μια ελληνική ταινία που θα έσπαγε τα ρεκόρ εισιτηρίων, που θα ξεπερνούσε τους 1.500.000 θεατές.
Θα γινόταν η πρώτη ελληνική ταινία που θα έκανε τόσο ντόρο μετά από δεκαετίες ξηρασίας (στον εμπορικό κινηματογράφο), που θα έκανε τους παραγωγούς να δουν με άλλο μάτι, πιο άπληστο, τη βιομηχανία του κινηματογράφου στην χώρα μας, μια ταινία που έγινε σουξέ, τρεντ, που πίστευαν ότι θα ήταν σταθμός, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μια ακόμα φούσκα σε μια εποχή που όλη η χώρα γεννούσε και ξέβραζε φούσκες πιο γρήγορα από όσο μπορούσε να τις μεταβολίσει. Χρηματιστήριο, Ολυμπιακοί Aγώνες, θαλασσοδάνεια από τράπεζες καμικάζι, χρηματοπιστωτικά σκουπίδια, ψεύτικοι αριθμοί οικονομικής ευημερίας, δήθεν ασφάλεια κι ανάπτυξη μέσα από μεγάλες συμφωνίες, ενώσεις και νομισματικές ιμπεριαλιστικές πολιτικές.
Πρόκειται για το Safe Sex.
Μια ταινία γραμμένη από ένα πολύ ταλαντούχο δίδυμο της ελληνικής κωμωδίας, τον Ρέππα και τον Παπαθανασίου. Δυο καλλιεργημένα παιδιά με έξυπνο, προχωρημένο, μοντέρνο και πρωτοποριακό χιούμορ, με απόψεις έξω από την ελληνική σαρκοφάγο του πατρίς, θρησκεία, οικογένεια και με μια βαθύτερη αντίληψη πάνω στην κινηματογραφική αισθητική. Αυτοί που μας είχαν δώσει μέχρι τότε τις 3 Χάριτες και το Δις εξαμαρτείν κι αυτοί που θα μας έδιναν μετά το Κλάμα βγήκε απ’ τον παράδεισο και το Αυστηρώς Κατάλληλο.
Ακόμα και το καστ των ηθοποιών ήταν καταπληκτικό. Μαρία Καβογιάννη, Μίμης Χρυσομάλλης, Άννα Παναγιωτοπούλου, Μίρκα Παπακωνσταντίνου, Χρήστος Τσάγκας μέχρι κι ο Δημήτρης Καταλειφός. Συν όλη η φουρνιά των νέων ταλέντων που έβγαιναν κυρίως από τα σήριαλ των ακριβών παραγωγών της εποχής. Ακόμα κι η έμπνευση του Τζίμη Πανούση να κάνει τον παπά στην τελευταία σκηνή θα μπορούσε να το απογειώσει.
Είναι από τις ελάχιστες ταινίες που δύσκολα δε θα έχει δει κάποιος, αλλά και μια ταινία που δε μνημονεύεται πλέον στο ελάχιστο.
Είναι μια ταινία που ακόμα και σήμερα λανσάρεται ως σκληροπυρηνική κωμωδία, αλλά δύσκολα θα πιάσεις τον εαυτό σου να γελάσει σε 3-4 σημεία στα 100 λεπτά της. Το χιούμορ της είναι προβλέψιμο, ανιαρό, εύκολο, εύπεπτο, σε κάποιες περιπτώσεις σαχλό, κριντζ, σεφερλικό.
Θα βασιστεί κυρίως στο να σοκάρει το κοινό με λέξεις που δε θα αφήσει να περάσουν ποτέ η σεμνότυφη τηλεόραση (πχ γαμι*μασταν, μ*υνί), σε καταστάσεις σεξοκεντρικού τύπου, σε ένα μεγάλο μπάχαλο οργιαστικού χαρακτήρα με ατάκες που στις πιο πολλές φορές δε βρίσκουν καν στεφάνι, air ball κι αουτ. Η σκηνή πχ που ο απατημένος Κόκλας κλωτσάει τον Κυριακίδη γιατί τον έπιασε με τον Κατσούλη και του λέει για την Αρβανιτάκη και τους Rolling Stones κι όλο αυτό προσπαθεί να περαστεί σαν σπαρταριστική σκηνή είναι ο ορισμός του this didn’t age well.
Είναι σα να προσπαθείς με έναν διονυσιακό τρόπο να σκανδαλίσεις τους άβγαλτους, άξεστους ή θρησκόληπτους θείους σου από το χωριό γαργαλώντας τους τα ταμπού και τις ενοχικές τους επιθυμίες.
Μεταξύ μας ποιος θα πει ατάκα από αυτήν την ταινία και θα είναι σήμερα σημείο αναφοράς; Ποια ατάκα θα την καταλάβει ένας νεότερος;
Είναι η ακριβώς αντίθετη πορεία από το Κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο που όσο περνάνε τα χρόνια τόσο πιο πολύ αγκαλιάζεται από τον κόσμο, τόσο πιο διαχρονικές παραμένουν οι σκηνές, τόσο βαθύτερο ίχνος αφήνει στο λαϊκό χιούμορ, στις ατάκες μας, στην ποπ κουλτούρα.
Ως γνωστόν άλλωστε, το Τζέλα Δέλτα δε θα αποκτήσει ποτέ φουγάρα.
Ακόμα κι η γεύση που αφήνει στο τέλος το Safe Sex είναι αμήχανη, πολύ αμήχανη. Έστω κι αν επιχειρήθηκε να φωτιστεί ένα μεγαλύτερο φάσμα του έρωτα πέρα από το απόλυτο μονογαμικό μοντέλο του άντρα ιππότη και της γυναίκας πριγκίπισσας (αυτό πχ το πέτυχε το δίδυμο πολύ καλύτερα στο Δις εξαμαρτείν), στην πραγματικότητα καταλήγει σε μια βίαιη απομυθοποίησή του μέσα από μια νευρωτικού τύπου κατανάλωση του σεξ.
Οι άνθρωποι δεν επικοινωνούν, δεν έχουν ηθική, αντιλήψεις, παρελθόν, με το ζόρι σχηματίζουν έναν χαρακτήρα, μια τυπική προσωπικότητα, είναι όλοι διαφορετικές εκδοχές της ίδιας καρικατούρας, μαριονέτες μιας κοινής ανάγκης, του οργασμού.
Κι όλα αυτά σε μια εποχή που η Ελλάδα ήταν ένα Safe Sex. Μια κοινωνία που έχει ζήσει φτώχεια, πολέμους, εμφύλιους, χούντες, εισβολές ξαφνικά χωρίς να καταλάβει πώς βρίσκει ταμεία γεμάτα λεφτά, τράπεζες να χαρίζουν δάνεια, χρηματιστήρια που γεννούν κέρδη. Είναι η εποχή που η ταξική συνείδηση πυροβολήθηκε στο κεφάλι κι η πλειοψηφία νόμιζε πως άνοιξε το θησαυροφυλάκιο του πλανήτη κι όλοι θα γίνουν Ωνάσηδες και Νιάρχοι. Είναι η εποχή που τα μπουζούκια, όλα τα μπουζούκια, είναι ανοιχτά 6 και 7 ημέρες την εβδομάδα κι ακόμα και Τετάρτη βράδυ είναι δύσκολο να βρεις τραπέζι στον Σφακιανάκη.
Είναι η εποχή που κυριολεκτικά δεν ξέρουμε πού και πώς να τα χαλάσουμε. Είναι η εποχή της συστηματικής κακοποιήσης των μεταναστών, της ανερυθρίαστης φρικτής εκμετάλλευσης τους στον πρωτογενή τομέα και της κανονικοποίησης του ρατσισμού. Σχεδόν καθολικά. Μια νεύρωση χύθηκε μέσα στην κοινωνία κι οι άνθρωποι σα μυρμήγκια έτρεχαν από εδώ κι από εκεί για να καταναλώσουν όλο το μέλι που χύθηκε από το βάζο.
Δεν κατάλαβα ποτέ στην ταινία να υπάρχει κάτι δηκτικό στην προσέγγιση, αν ήταν απλώς μια σύγχρονη ηθογραφία που σε αντίθεση με την παραδοσιακή του παλιού ελληνικού κινηματογράφου καταγράφει βουβή κι ανέκφραστη τις εξελίξεις. Ακόμα κι ο θάνατος ενός νέου ανθρώπου δεν πτοεί κανέναν, δεν φέρνει καμία ανατροπή σε κάποιον χαρακτήρα, καμία σκηνή να πάει τη ζωή λιγάκι παραπέρα που λέει κι ο Ορφέας Περίδης. Οι πρωταγωνιστές συνεχίζουν ακάθεκτοι την πορεία τους προς το μεγάλο τίποτα κι αυτό δεν παρουσιάζεται σαν προβληματισμός, αλλά σαν φάρσα. Σα να αναιρεί την αξία της παρέμβασης μιας αυτοχειρίας για να μην χαθεί η κακή επιθεώρηση όλης της προηγούμενης ταινίας.
Σα συμβολικά όλοι οι άνθρωποι να περιτριγυρίζουν έναν τάφο, τον Θάνατο, περιμένοντας την σειρά τους κι όσος χρόνος τους μένει μέχρι τότε να σπαταλιέται σε διακανονισμούς, διαπραγματεύσεις και λογαριασμούς πηδημάτων. Δεν έχω δει πιο φτηνή αποδόμηση της ζωής και μια χαρά τα πάω με τους κυνικούς μου φίλους.
Το δίδυμο που όντως έχει χαρίσει μερικές από τις καλύτερες στιγμές στο ελληνικό γέλιο, στην προκειμένη άφησε πίσω του μια πολύ κακή κι αμήχανη ταινία, ένα σύμβολο μιας εμετικής περιόδου, ένα απολίθωμα από την εποχή των πνευματικών παγετώνων μας. Αυτή η ταινία ίσως τους χάρισε τα έσοδα για να μπορούν να γυρίσουν άλλα πράγματα αργότερα πολύ πιο αστεία, πολύ πιο ενδιαφέροντα. Το μόνο που ίσως σου μένει τελικά από αυτά τα 100 λεπτά είναι η φωνή του Χρήστου Δάντη (ίσως η πιο σπαταλημένη φωνή στην χώρα, άλλη κουβέντα αυτή) στο τραγούδι των τίτλων.

Related stories

Θεσσαλονίκη: Οι “μέδουσες φεγγαριού” κατέκλυσαν τον Θερμαϊκό κόλπο

Μέδουσες κατέκλυσαν το παραλιακό μέτωπο του Θερμαϊκού κόλπου στη...

Η Άλκηστη είναι η ήρεμη δύναμη πίσω από τα πιο soulful κοσμήματα της πόλης

φωτογραφίες: Έπη Παπαπετρίδου Σε έναν κόσμο γεμάτο μόδα που αλλάζει...

Βιβλιοπρόταση: Εμμάνουελ Ρίνγκελμπλουμ “Σημειώσεις από το γκέτο της Βαρσοβίας”

Εμμάνουελ Ρίνγκελμπλουμ " Σημειώσεις από το γκέτο της Βαρσοβίας"...

Γιατί αξίζει να δείτε το Tout pour Agnès στο ERTFLIX

Ανάμεσα στις πολλές επιλογές σειρών που προσφέρει σήμερα το...