Στήλη ρομαντική, εκκεντρική, φορώντας βελούδινα φορέματα, συνδυασμένα με δερμάτινο περφέκτο και κρατώντας στο χέρι «Sante» άφιλτρο, βουτάει στη δισκοθήκη της και θυμάται βινύλια και στιγμές αλλοτινών εποχών…
Η ζωή δεν είναι ταινία του Παπακαλιάτη. Δεν παίζουν σ' αυτή
μοιραίες γυναίκες, ωραίοι τύποι, διαμερίσματα με θέα το Λυκαβηττό ή το Λευκό
Πύργο. Δηλαδή, μπορεί να τα βρεις κι αυτά, αλλά κατά βάθος ξέρεις ότι δε σου ανήκουν. Και μερικές φορές
μπερδεύεσαι και λες «τι ωραία!» και μετά ξυπνάς απότομα απ' το λήθαργο, ενώ τα
χαστούκια της καθημερινότητας αρχίζουν και πέφτουν βροχή.
Και κατά βάθος γελάς. Λες «δεν μπορεί, είμαι μια χαρά!»,
αλλά έχεις εκείνο το κενό μέσα σου που ολοένα και γίνεται μεγαλύτερο. Και
ξέρεις τι φταίει και τι είναι, αλλά δεν το παραδέχεσαι ποτέ. Και ο χρόνος
κυλάει…
Και αρχίζεις και θυμάσαι… Μάτια, λέξεις, χέρια, μυρωδιές.
Και σου είναι οικεία όλα αυτά και μάλλον είναι κι εκείνα που έχουν πια τη
μεγαλύτερη σημασία. Οικειότητα. Μεγάλη λέξη. Να μιλάς με τα μάτια, οι λέξεις
είναι πολλές φορές περιττές.
And I wanted that heat so bad; I
could taste the fire on your breath. And I wanted in your storm so bad; I could
taste the lightning on your breath…
***********
(Ο Χριστόφορος ανοίγει την πόρτα και πιάνει τα χέρια της καλής του, ενώ κοιτάζονται στα μάτια. Δάκρυα κι ένα «πάρε με απ' όλα αυτά» ίσα που ακούγεται… Αγκαλιά. Φιλί. Υγρό. Ο χρόνος λες κι έχει σταματήσει, ενώ όλα γυρίζουν σαν τρελά. Είναι η ώρα που δύει ο ήλιος, ενώ η αγορά φαίνεται να νεκρώνει και δεν ακούγεται ο παραμικρός ψίθυρος. Your hair is coxcomb red; your eyes are viper black. Τίτλοι τέλους).
************