Μολυβένιες Ιστορίες (Μύλος, 1994)
Στήλη ρομαντική, εκκεντρική, φορώντας βελούδινα φορέματα, συνδυασμένα με δερμάτινο περφέκτο και κρατώντας στο χέρι «Sante» άφιλτρο, βουτάει στη δισκοθήκη της και θυμάται βινύλια και στιγμές αλλοτινών εποχών…
Ο φίλος μου ο Ντίνος Σαδίκης…Που μ’ ένα και μόνο κομμάτι κατάφερνε να μας σμπαραλιάζει τα μέσα μας. Τα μέσα μας…Κάθε φορά που τ’ ακούγαμε. Σωστά κατάλαβες. Δεν Ήταν Απαισιόδοξο Τραγουδάκι. Και πως τυχαίνει αυτό το κομμάτι να ξεπροβάλλει εκεί που νόμιζες ότι δε θα το ξαναβρείς μπροστά σου, ότι δε θα το ξανακούσεις…Και πάντα βράδυ, ξημερώματα. Και είναι κι εκείνη η πρώτη στροφή, ρε Ντίνο…Τι έμπνευση είχες…; Δεν ήταν απαισιόδοξο τραγουδάκι ίσως να σου το 'χω πει κι άλλη μια φορά, μ' άμα με πρόσεχες κι εσύ λιγάκι, ίσως θα σου το ψιθύριζα πιο μπροστά…Έτσι, μ’ έντονα γράμματα. Σαν τατουάζ. Κι οι τελευταίοι στίχοι. Κι αυτοί…Μ’ ένα χορό που δεν αντέχεις να με βλέπεις φεύγω, σ’ ένα σταθμό που χρόνια τη ζωή μου περιμένω…
Μολυβένιες Ιστορίες. Χωρίς Κανόνα. Στη μυρωδιά σου θα μεθάω και θα χάνομαι,
μόνο το χνώτο της πνοής σου θα αισθάνομαι…Κι αυτή η θλίψη μου δε θα σβηστεί στ' αστέρια, γι' αυτό θλιμμένο βλέπετε πάντα εμένα.
Να φτάσω στο τελευταίο κομμάτι, Ντίνο; Βλέπεις, αυτήν τη φορά οι στίχοι σου ταιριάζουν καλύτερα απ’ οτιδήποτε άλλο. Και πάντα θολώνουν τα μάτια στο Ξόδεμα, ρε φίλε.Και λες δεν είναι δυνατόν…Κι όμως. Τώρα που ξοδεύτηκα και δεν ακολουθώ, όσο το μοιράζομαι γίνεται πιο δικό μου. Ξοφλημένα σημάδια χαράς στο καλάθι του δρόμου…
Ξημέρωσε. Το πληκτρολόγιο του υπολογιστή κολλάει ή μπορεί εγώ να είμαι κουρασμένος και τα δάχτυλα να μην ακολουθούν τη σκέψη. Θέλω να γράψω κάτι ακόμα, αλλά…Αλλά. Θα τ’ αφήσω για την επόμενη ιστορία. Κάποιος παλιός παραμυθάς μου είχε πει κάποτε ότι ποτέ δεν πρέπει να δίνεις όλο σου τον εαυτό σε μια ιστορία. Πρέπει να κρατάς κάτι και για την επόμενη. Εκτός αν είναι η Μία και Μοναδική Ιστορία. Και πώς θα καταλάβω ποια είναι εκείνη η Μοναδική ΙστορίαΓράφεται από μόνη της, μου απάντησε…