…και
με συγχωρείς για τον ενικό κιόλας, οκ,
δεν τα έχω πατημένα ακόμη, αλλά ίδια
«σειρά» είμαστε, ας αφήσουμε τις
επισημότητες.
Δεν
ξέρω αν το έχεις πάρει γραμμή αλλά η
γενιά μας
είναι ιδιότητα και
τυπικό προσόν. Θα μου πεις «τι λες
μωρή μουρλοκακομοίρα, είναι η γενιά
προσόν;» και θα σου πω, ναι, ναι, είναι
και παραείναι, προσόν ή ελάττωμα, όπως
το δει κανείς φυσικά. Δεν έχεις δει που
γράφουν συνεχώς στα πολιτικά άρθρα
«ζητείται τριαντάρης» – τύπου “ζητείται
τορναδόρος – που όλο λένε «αφήστε τους
τριαντάρηδες να βγουν μπροστά»; Λες και
μας κρατάνε αλυσοδεμένους καλέ μου
τριαντάρη και δεν το ήξερα, να σπάσω κι
εγώ τα δεσμά μου νέο κορίτσι, να βγω
μπροστά, για κάπου να τραβήξω.
Άσε
την άλλη την παραφροσύνη φίλε μου
τριαντάρη.
Ότι άπαξ και βγει τριαντάρης
μπροστά αρχίζει ο άλλος ο καημός…πόσα
ένσημα έχει και που τα έχει τα ένσημα
και που είναι οι διατριβές κι οι ξένες
γλώσσες του κι από ποιον κομματικό
σωλήνα ξεπήδησε. Από το ένα άκρο στο
άλλο, μια ζωή.
Έτσι
είναι η νεότητα στην Ελλάδα,
αν κάνεις
κάτι καλά το κάνεις καλά όχι επειδή
ξεπατώνεσαι – σχωράτε με κιόλας – στη
δουλειά, αλλά επειδή είσαι νέος. Κι αν
κάνεις καμιά στραβή πάλι νέος είσαι κι
άπειρος. Κι αν σε λίγα χρόνια είσαι
εξίσου καλός αλλά δεν είσαι πια νέος,
ένας θεός ξέρει τι γίνεται – μόνο σε
παρακαλώ να μεγαλώσεις, γιατί κι άλλοι
την πάτησαν και το παίζουν νεανίες και
γελάει ο κόσμος.
Το
πρόβλημα με σένα τριαντάρη μου είναι
ότι είσαι η Μπρίτζετ Τζόουνς του δημόσιου
πολιτικού διαλόγου.
Όλοι θέλουν να
αποκατασταθείς κι όλοι έχουν μια άποψη
του γιατί και πως πρέπει να γίνει αυτό,
μιλάνε εξ'ονόματος σου με μια υποβόσκουσα
λύπηση, σου φοράνε ότι ταμπέλα μπορούν,
ενώ εσύ κάθεσαι και φορτώνεσαι ευθύνες
και ψυχολογικά και ασχολείσαι πάρα
πολύ, υπερβολικά πολύ, με το πώς θα πάρεις
τη ζωή σου στα χέρια σου και τι φταίει
και ποιός φταίει, την ώρα που θα έπρεπε
να κάνεις αυτό ακριβώς: να πάρεις τη ζωή
σου στα χέρια σου. Σαν το ανέκδοτο με
τους κεντροαριστερούς και τη λάμπα
(εντάξει, αυτό τώρα το έβγαλα, από την
κούτρα μου).
Εμείς
οι τριαντάρηδες που λες, είμαστε η γενιά
των 700 ευρώ που έγιναν 500
, η γένια που
παρέλαβε κρίση , χρέος και λοιπά που
έχεις βαρεθεί που να σου υπενθυμίζουν
και ταυτοχρόνως η πιο καλομαθημένη
γενιά – έλα, παραδέξου το, δεν είναι κακό.
Η γενιά που μεγάλωσε μέσα σε δημοκρατία,
η γενιά που έζησε την επανάσταση της
επικοινωνίας, των νέων μέσων, η γενιά
που έμαθε ξένες γλώσσες, η γενιά που
ταξίδεψε , η γενιά που είχε το προνόμιο,
σε πολύ μεγαλύτερο ποσοστό από ότι οι
προηγούμενες, να επιδοτείται από την
οικογένεια για να σπουδάζει όσα χρόνια
θέλει. Οι μανάδες μας μας έκαναν στα 30,
εγώ ξέρω τριαντάρες και τριαντάρηδες
που ακόμα ασχολούνται με τα ακαδημαϊκά
τους και δεν έχουν εργαστεί ούτε μια
μέρα. Γιατί μπορούν. Δικαίωμα τους.
Πολυτέλεια είναι αυτό και βλακεία να
το αρνείσαι, γιατί κάθε, τέτοιου είδους,
πολυτέλεια είναι και κατάκτηση.
Αλλά
είπαμε, άκρα.
Υπάρχει μέση οδός ανάμεσα
στο κομματικό θερμοκήπιο – που έχει
αναδείξει κι ικανούς, αλήθεια σου λέω
– και στην απαξίωση κομμάτων, θεσμών,
δημόσιας διοίκησης, αυτά τα κάνουν με
μεγάλη άνεση κάθε λογής “αντισυστημικοί,
ακίνδυνοι και γραφικοί ή επικίνδυνοι.
Για κάθε τριαντάρη που έχει υποκύψει
στις εύκολες λύσεις των πατερούληδων,
των φίλων και γνωστών, υπάρχει κι ένας
τριαντάρης που καταλήγει στο νοσοκομείο
με υπερκόπωση – γιατί είναι άλλο να σε
πλασάρουν ως προϊόν τριαντάρη μου κι
άλλο να σου δώσουν μια μικρή σπρωξιά
για να δουλέψεις κι εσύ να την αρπάξεις
από τα μαλλιά και να στρωθείς στην
εργασία. Είναι άλλο πράγμα να θεωρούν
ότι πρέπει να πάρεις τη θέση σου στην
επετηρίδα και να λουστράρεις πολλά
παπούτσια κι άλλο να θεωρείς ότι τα δικά
σου τα παπούτσια θα μένουν πάντα καθαρά.
Ξέρεις τι είναι τα φθαρμένα παπούτσια
στη δουλειά τριαντάρη μου; Παράσημο
είναι.
Κάθε
φορά που ακούω ότι πρέπει κάτι να μου
χαριστεί γιατί είμαι νέα
θυμάμαι τη
μάνα και τον πάτερα μου. Τον πατέρα μου
γιατί ποτέ δεν υπέκυπτε στα λυπημένα
μάτια της μονάκριβης του και μου αγόραζε
μόνο ένα παιχνίδι, μόνο ένα βιβλίο, μόνο
μια βιντεοκασέτα. Και μου έλεγε ιστορίες
ανθρώπων που πάλευαν, όχι παραμύθια με
πριγκίπισες. Και τη μάνα μου γιατί κάθε
φορά που ένιωθα οτι αδικούμαι, ότι
λυγίζω, ότι φοβάμαι, μου ελεγε οτι “τα
εμποδια τα μασαμε και τα φτυνουμε. Δεν
θέλουμε χάρες λοιπόν και τσακωμούς και
να μας πάρουν από το χεράκι, έτσι τριαντάρη
φίλε μου; Θέλουμε ευκαιρίες από τους
μεγαλύτερους αλλά όχι να τις ζητάμε σαν
κακομαθημένες πριγκίπισες για την
ομορφιά και τα νιάτα μας. Να δουλέψουμε
πολύ για να τις κερδίσουμε. Γιατί τίποτα
δεν είναι πιο γαμάτο από τη μέρα που
ξοδεύεις το πρώτο δεκάρικο που έβγαλες
ολομόναχος, με τον κόπο των ποδιών, των
χεριών και του μυαλού σου, με καμάρι για
αυτό που δημιούργησες, με περηφάνια που
επιβίωσες, που συνεργάστηκες, που
γειώθηκες. Γιατί μόνο έτσι μπορείς να
βγεις στην κοινωνία και να τους πεις με
φουσκωμένο το στέρνο ότι είσαι ένας από
αυτούς. Καλά τα θεωρητικά σχήματα, αλλά
τα κοινά δεν έχουν ανάγκη μόνο από
θεωρίες.
Έχουν ανάγκη κι από τα φθαρμένα
σου παπούτσια.
Δημοσιογράφος, Αθήνα 984