Μέσα
σε ένα ομιχλώδες, μοναχικό άλλα τόσο “κινηματογραφικό” σκηνικό που θυμίζει
εκείνη την αξέχαστη σκηνή από το “Ταξίδι στα Κύθηρα” του Αγγελόπουλου, ξεκίνησε χθες Παρασκευή το 55ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Η σημαντικότερη
ελληνική σινε-γιορτή, επηρεασμένη το δίχως άλλο από τη γενικότερη δυσθυμική
διάθεση, τα πάμπολλα προβλήματα (οικονομικά και μη) που αντιμετωπίζει, άλλα και
την έλλειψη μεγάλου ονόματος-κράχτη άρχισε χλιαρά, με λίγο κόσμο να περπατά
στην προβλήτα η οποία αποτελεί και το βασικό πόλο έλξης κατά την περίοδο των
δέκα ήμερων που διαρκεί. Ευελπιστώντας ότι η κατάσταση θα καλυτερέψει τις
επόμενες μέρες η ευχή όλων, υπεύθυνων, προσωπικού, καλλιτεχνών, ανταποκριτών, φανατικών
της έβδομης τέχνης και μαζί του Εξώστη ο οποίος θα παρακολουθεί καθημερινά τις
εξελίξεις ενημερώνοντας, προτείνοντας και αξιολογώντας, συνοψίζεται σε μια και
μοναδική, απλή άλλα τόσο ουσιαστική φράση: Καλό Φεστιβάλ!
Τελετή
έναρξης και ταινία “Λευκός Θεός”
Με
μια μικρή, περιεκτική και όσο το δυνατόν περισσότερο λιτή τελετή, κηρύχθηκε και
επίσημα πλέον, από τον Δήμαρχο Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη (ο οποίος
υποστήριξε ότι στηρίζει τον θεσμό και τους ανθρώπους του), η έναρξη του 55ου
διεθνούς Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Παρουσιάστρια της ολιγόλεπτης τελετής ήταν η
βραβευμένη ηθοποιός της “Μικράς Αγγλίας” Πηνελόπη Τσιλίκα η οποία προλόγισε την
εκδήλωση λέγοντας ότι ο κινηματογράφος “εμπνέει, ανανεώνει και συγκινεί, συνδιαλέγεται
με την κοινωνία και συγκεκριμένα με το ελληνικό κοινό”. Στη συνεχεία πήρε το
λόγο ο Διευθυντής του Φεστιβάλ Δημήτρης Εϊπιδης, οποίος απευθύνοντας έναν
σύντομο (ίσως και ελαφρώς αμήχανο) χαιρετισμό, αναφέρθηκε στην πολυφωνία του
φετινού προγράμματος και κατέληξε ίσως στην πιο ουσιαστική φράση της αποψινής
βραδιάς: “Ήρθαμε εδώ για να γιορτάσουμε το σινεμά, ας δούμε λοιπόν σινεμά …”. Πριν
την έναρξη της προβολής της της ταινίας, ο σκηνοθέτης της Κόρνελ Μούντρουτσο
μίλησε μέσα από ένα βίντεο, απολογούμενος για την αδυναμία του να βρεθεί
αυτοπροσώπως στην έναρξη, ζήτησε από το κοινό να σταθεί πάνω από αυτήν την
“ιστορία αδικίας”, γεμίζοντας εικόνες και νοήματα με τη “συνδιαλλαγή με ένα
διαφορετικό είδος” δίνοντας μια γενική ιδέα για το τι πρόκειται να
επακολουθήσει. Άξιο αναφοράς τέλος είναι το γεγονός ότι η αίθουσα στο
“Ολύμπιον” δεν γέμισε (εκτός αυτού ένα σημαντικό κομμάτι των παρευρισκόμενων
αποχωρήσαν μετά την τελετή και προτού προβληθεί η ταινία έναρξης) καθιστώντας
ακατανόητη την αυστηρότητα και σχολαστικότητα των υπεύθυνων για την τήρηση της
πρόσκλησης μόνο ενός ατόμου από κάθε μέσο ή την απαγόρευση εισόδου των θεατών.
Λευκός
Θεός του Κόρνελ Μούντρουτσο
Αφιερωμένη
στο μεγάλο Ούγγρο σκηνοθέτη Μίκλος Γιάντσο ο οποίος πέθανε πρόσφατα (ίσως και
εμπνευσμένο από την ισχυρή πολιτικό-κοινωνική του φιλμογραφία) η τελευταία
δουλειά του εμπνευσμένου κινηματογραφιστή ρίχνει μια ιδιόμορφη ματιά πάνω στην
αλληγορία της διάκρισης, του ρατσισμού και της ξενοφοβίας, έχοντας όμως ως
φιλμικό αντικείμενο σύγκρουσης, όχι μια άλλη φυλή ή ιδεολογία, άλλα ένα άλλο
είδος. Ποτέ άλλοτε η ναζιστική πινακίδα “απαγορεύονται οι Εβραίοι, οι μαύροι
και οι σκύλοι” δεν έβρισκε τόσο άμεσο στόχο, δεν ακουγόταν τόσο ειρωνικά
αληθινή. Μέσα από καθάρια, στιλπνή εικονογράφηση ο σκηνοθέτης παρουσιάζει τους
ημίαιμους (κοινώς “μπάσταρδους”) σκύλους ως τους αποδιοπομπαίους τράγους όλων
των προβλημάτων της χώρας. Η κάμερα χαμηλώνει, φτάνει στο επίπεδο των
αξιαγάπητων, μελαγχολικών, μπορεί και περισσότερο όλων ανθρώπινων ματιών του
Χάγκεν, ενός μεγαλόσωμου κανελί σκύλου, ο οποίος αφού εγκαταλείπεται βάναυσα
από τον πάτερα της μικρής ιδιοκτήτριας και μοναδικής φίλης του Λίλι (εξαιρετική
η μικρή Zsófia Psotta) προσπαθεί
να επιβιώσει στην αφιλόξενη μεγάλη πόλη μπλέκοντας σε παράνομες αιμοσταγείς
μάχες με άλλα άτυχα μη καθαρόαιμα τετράποδα, καταλήγοντας στα κελιά του τοπικού
κυνοτροφείου που μοιάζουν ανατριχιαστικά με στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκεί
λοιπόν το σκυλί με τα θλιμμένα, γέματα απορία μάτι σπάει. Μεταμορφώνεται, ίσως
γιατί οδηγήθηκε εκεί, ίσως πάλι γιατί απλά αυτός ο σιωπηλός παρατηρητής της καθημερινότητας
βιας και αδικίας, δεν αντέχει άλλο. Η ταινία στο τρίτο μέρος της μεταλλάσσεται
οδηγώντας σε ένα κρεσέντο, όμοιο με το βασικό μουσικό θέμα (προκαλεί δέος η
Ουγγρική ραψωδία του Φραντς Λιστ), στο οποίο όλες οι δομές και τα πλαίσια
καταρρέουν, οι αδικημένοι επαναστατούν και οι σκηνές αποκάλυψης διαδέχονται η
μια την άλλη ως το λυτρωτικό φινάλε. Ίσως η μοναδική αστοχία του κατά τα άλλα
αξιόλογου αυτού φιλμ να είναι η προφανέστατη αλληγορία που γίνεται γρήγορα
κατανοητή από την αρχή, άλλα παρόλα αυτά επεξηγείται αφηγηματικά ξανά και ξανά.
Μοιάζει με ένα ελαφρώς στρατευμένο και καταφανές ταξικό “κατηγορώ” που (μπορεί
να ακουστεί παράλογο) γίνεται πιο ξεκάθαρο απ’ ότι θα θέλαμε. Έχοντας
πραγματικό πρωταγωνιστή τον αξιαγάπητο Χάγκεν (στη πραγματικότητα
χρησιμοποιήθηκαν δυο όμοιοι σκύλοι για τις ανάγκες των γυρισμάτων) η ταινία
απέσπασε το πρώτο βραβείο του τμήματος “ένα κάποιο βλέμμα” στο τελευταίο
φεστιβάλ των Καννών.
Γιοχάνα
(2005) του Κόρνελ Μούντρουτσο
Νωρίτερα
το απόγευμα, προβλήθηκε (πάντα στα πλαίσια του αφιερώματος στον Ούγγρο
σκηνοθέτη) το φιλμ “Γιοχάνα” με επίσημη συμμέτοχη στο τμήμα “Ένα κάποιο βλέμμα”
του φεστιβάλ των Καννών της ίδιας χρόνιας. Η ταινία ξεκινώντας με μια ιδιότυπη
άσκηση ετοιμότητας σε ένα απομακρυσμένο, σκιώδες νοσοκομείο, μίλα για τη
Γιοχάνα, μια νεαρή μορφινομανή η οποία σώζεται από έναν συνομήλικό της γιατρό
ως εκ θαύματος. Η ίδια της, μην έχοντας που άλλου να πάει, καταλήγει νοσοκόμα
στο τρομακτικό κτίριο, ανακαλύπτοντας όμως ότι μπορεί να θεραπεύει ανίατες
αρρώστιες και χρόνιους ασθενείς, προσφέροντάς τους το κορμί της. Σύντομα αυτή η
“παράπλευρη δραστηριότητα” της απαλής σαν χάδι κοπέλας, θα κινήσει αντιδράσεις
και θα εξοργίσει το προσωπικό, μαζί με αυτούς και τον νεαρό γιατρό, που στο
μεταξύ την έχει ερωτευτεί, άλλα η ίδια παραμένει πιστή στο “θεάρεστο” έργο της.
Τα πράγματα δεν αργούν να πάρουν μια δυσοίωνη εξέλιξη, θυμίζοντας ότι “πολλοί
τελικά καταστράφηκαν εξ αιτίας της καλοσύνης τους …”.
Ο
τριαντάχρονος τότε Μούντρουτσο σκηνοθετεί ένα ασυνήθιστο και δύσκολο οπερατικό
μιούζικαλ, χρησιμοποιώντας φτωχό φωτισμό (πέρα από το “φωτοστέφανο” που
περικλείει την πρωταγωνίστρια), υπαγορευμένη αφήγηση, αφού όλοι οι διάλογοι
απαγγέλλονται σαν σε λυρική σκηνή, ευθείες λήψεις και ατελείωτους, βρόμικους
και σκοτεινούς διαδρόμους, οι οποίοι θυμίζουν περισσότερο υπόνομο πάρα
νοσοκομείο. Βασισμένο ελευθέρα στο πάθος της Ιωάννας της Λωραίνης, η ταινία
απαιτεί θεατές οπλισμένους με πολύ υπομονή, παρόλη τη μικρή της διάρκεια. Οι
συνεχείς υψίφωνες κορώνες, συνοδευμένες πολλές φορές από αστοχίες στο ηχητικό
μοντάζ, κουράζουν εύκολα δημιουργώντας έναν συνεχή και ενοχλητικό θόρυβο που
αποπροσανατολίζει. Για του λόγου το αληθές, πολλοί θεατές εγκατέλειψαν νωρίς
την αίθουσα, ενώ όσοι έμειναν μέχρι το τέλος δυσανασχετούσαν συχνά πυκνά. Η
οποιαδήποτε δε ματαιότητα που υποδεικνύεται κατάφωρα στο τελικό μήνυμα (αμφισβήτηση
γύρω από την άξια της ανιδιοτέλειας και της προσφοράς χωρίς αντάλλαγμα) χάνεται
από τις τραγικωμικές ατάκες οι οποίες μεταφέρονται αυστηρά σε μορφή όπερας (“Ήρθε
το συκώτι;” αναφωνεί ένας κατάκοιτος υπερήλικας). Δυστυχώς, φτάνοντας
εξαντλημένος στο φινάλε, δεν μπορείς πάρα να κάνεις την άτυχη σύγκριση με μια
άλλη αλληγορική ταινία παρόμοιας θεματολογίας, αλλά διαφορετικού εικαστικού
αποτελέσματος: Το αριστουργηματικό “Δαμάζοντας τα κύματα” του Λαρς Φον Τρίερ.
Η
ταινία θα επαναπροβληθεί την Κυριακή 2 Νοεμβρίου στις 13:00 στην αίθουσα Παύλος
Ζάννας