Μετρούσα τα χρόνια.
Πέρασαν τα άτιμα και δεν τα πήρα χαμπάρι.
Ήμουν πρώτη γυμνασίου όταν έφυγε.
Δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια από τότε μέχρι
και σήμερα. Ήμουν παιδί όταν έφυγε.
Και ένα παιδί κάνει μούτρα όταν νιώθει
ότι κάποιος το εγκαταλείπει στα καλά
καθούμενα. Κι εγώ, βλέπετε, κάπως έτσι
ένιωθα. Ότι με εγκατέλειψε.
Την είχα πάρει την
απόφασή μου. Δε θα ξαναπήγαινα στην
εκκλησία τη Μεγάλη Εβδομάδα. Αυτή θα
ήταν η τιμωρία μου, σε περίπτωση που με
έβλεπε από εκεί πάνω. Δε θα ξαναπερίμενα
τη Μ. Τρίτη να ακούσω το τροπάριο της
Κασσιανής, δε θα ξαναστεκόμουν στη σειρά
να με σταυρώσει ο παπάς στο Ευχέλαιο τη
Μ. Τετάρτη, δε θα έμενα να ακούσω τα
Δώδεκα Ευαγγέλια τη Μ.Πέμπτη, ούτε να
δω την αναπαράσταση της Σταύρωσης και
φυσικά δε θα ξαναντυνόμουν ποτέ Μυροφόρα,
όπως του είχα κάνει το χατίρι μερικά
χρόνια πριν σηκωθεί και μας παρατήσει
ξαφνικά, εκείνο το μεσημέρι του Σεπτέμβρη.
Με τη γιαγιά πήγαινα
κάθε απόγευμα στην εκκλησία τη Μ.
Εβδομάδα. Φθάναμε νωρίς, πιάναμε τις
καρεκλίτσες μας και εκείνος ερχόταν
λίγο αργότερα. Τον κοιτούσα με την άκρη
του ματιού μου -μιας και πάντα πήγαινε
από την πλευρά που κάθονται οι άντρες-
και τον καμάρωνα. Ωραίος άντρας ο παππούς
μου. Κλασικός άντρας ο παππούς μου. Με
το καπέλο του, με το σακάκι του, με τα
όλα του. Νομίζω πως όταν ήμουν μικρή,
μάλιστα, ήθελα να τον παντρευτώ όταν
μεγαλώσω. Αυτόν και τον παπά της ενορίας
μου. Μετά μου εξήγησαν ότι δεν υπήρχε
τέτοια περίπτωση και συμβιβάστηκα με
την ιδέα να παντρευτώ κάποιον σαν κι
εκείνον. Έναν άνδρα που θα έλεγε λίγα
αλλά θα εννοούσε πολλά, έναν άντρα με
ευγενικά μάτια και ζεστή καρδιά, έναν
άντρα που θα ήταν άντρας, όπως μου δίδαξε
εκείνος ότι πρέπει να φέρεται ένας
άντρας. Κάποιον που θα με πρόσεχε όπως
εκείνος, θα με καλομάθαινε όπως κι
εκείνος, θα με μάλωνε γλυκά όπως εκείνος.
Κι ας μην ήταν εκείνος.
Εκείνη τη Μ. Παρασκευή
είχα ξυπνήσει πουρνό-πουρνό. Η γιαγιά
ετοίμαζε πρωινό κι εγώ στριφογυρνούσα
γύρω της, προκειμένου να με βοηθήσει με
τις τελευταίες πινελιές στην εμφάνισή
μου. Είχα φορέσει τη μαύρη φουστίτσα
μου, ένα λευκό πουκάμισο, είχα βάλει ένα
στεφάνι από πασχαλιά στα μαλλιά -όπως
και όλα τα υπόλοιπα κορίτσια που θα
γινόντουσαν Μυροφόρες εκείνη τη μέρα-
και τον περίμενα στο σαλόνι να μου φέρει
το καλαθάκι μου. Βγήκε από το δωμάτιό
του, με πλησίασε, με φίλησε στοργικά στο
μέτωπο και μου πέρασε την κορδέλα από
το καλαθάκι στο λαιμό μου. Τότε δεν
κατάλαβα πόσο με σημάδεψε εκείνη
η στιγμή. Δεκαοκτώ χρόνια αργότερα,
διαπιστώνω ότι κάθε Μ. Εβδομάδα -που
εξακολουθώ να μην πηγαίνω στην εκκλησία,
που εξακολουθώ να είμαι θυμωμένη μαζί
του- αυτή η στιγμή έρχεται και ξαναέρχεται
στο μυαλό μου. Το δακρυσμένο από συγκίνηση
βλέμμα του, το στοργικό φιλί του στο
μέτωπο, εκείνη η ματιά περηφάνιας όταν
η εγγονή του έδινε βιολέτες και γαρύφαλλα
στον κόσμο που προσκυνούσε τον Επιτάφιο.
Επειδή ο παππούς μου
ποτέ δεν με κοιτούσε με την άκρη του
ματιού του, όπως έκανα εγώ όταν έμπαινε
στην εκκλησία. Επειδή ο παππούς μου
ήξερε μόνο έναν τρόπο να σε βλέπει.
Κατάματα.