Είχα ακούσει κάτι και πέρυσι γι’αυτό αλλά, δεν είχα
καταλάβει τι ακριβώς ήταν. Κάτι για μια θεατρική παράσταση που παίζεται σε
όλους, σχεδόν, τους ορόφους του ξενοδοχείου Άριστον. Αλλά και πάλι, πως γίνεται
αυτό; Και οι θεατές τι κάνουν, ανεβοκατεβαίνουν; Σιγά τώρα μην πάω εκεί, να
είμαι δύο ώρες στο πάνω κάτω και στο τέλος να μην καταλάβω και τίποτα!
Μία μέρα μετά την πρεμιέρα, βρέθηκα στο ξενοδοχείο
Άριστον, για να δω τι στο καλό κάνουν αυτοί οι «τσαρλατάνοι», όπως άκουσα
κάποιον να χαρακτηρίζει τους 23 performers της παράστασης αυτής, μέσα σε ένα
ξενοδοχείο που έχει να λειτουργήσει από το 2008.
Έφτασα εκεί, στις 20.00 ακριβώς, στην ώρα μου για το
υποχρεωτικό τσεκ-ιν. Μπαίνοντας συνάντησα ένα μεγάλο καπέλο, με μία τσιριχτή
φωνή, που έτρεχε σαν τρελό μέσα και έξω από το λόμπι του ξενοδοχείου. Μου έδωσε
να συμπληρώσω ένα ερωτηματολόγιο με 30 ερωτήσεις που, από τη μία, με έκαναν να
νιώσω λίγο περίεργα, αλλά από την άλλη, ήμουν ευτυχισμένος, γιατί νομίζω πως
και καλά νιώθω με τον τρόπο που ζω και υπάρχω, αλλά και ξέρω ότι δε μου αρέσει
να φοράω ταγιεράκι του 60’ και να μαστιγώνομαι.
[φωτογραφία: Γιώργος Παπαδόπουλος / photography studio 6 by 6 / Τσιμισκή 92]
Το πόρισμα βγήκε όμως, ξεκινούσα από τον πρώτο όροφο,
όπου με περίμενε μία ψυχιατρική κλινική ή αλλιώς «Η κλινική της τρέλας», όπως
μου υπενθύμιζε συνεχώς η Ελίζα Μαρή, η νοσοκόμα της κλινικής, με την, επίσης,
τσιριχτή φωνή της. Έκανα ένα ποδογράφημα που, απ’ότι μου είπε, έδειχνε πως δεν
σπουδάζω αυτό που θέλω να κάνω και κάτι άλλα επιστημονικά. Το παράξενο είναι
πως σε πολλά από αυτά, με έναν μαγικό τρόπο, είχε δίκιο.
Όσο βρισκόμουν εκεί όμως άκουγα, συνεχώς, κραβγές, φωνές
και μουσικές από τους άλλους ορόφους και είχα την τρελή περιέργεια να τους
ανακαλύψω. Έτσι ξεκινάς, ανεβαίνεις, κατεβαίνεις, ξανα ανεβαίνεις, βλέπεις
ηθοποιούς, βλέπεις τον κόσμο που κάνει το ίδιο, απορημένος. Βλέπεις έναν
παράδεισο από εικόνες, με ότι μπορεί να βάλει ο νους σου, ένα δάσος, μια
δημόσια υπηρεσία, έναν οίκο ανοχής. Αν είσαι τυχερός μπορεί να αραβωνιαστείς,
να συνομιλήσεις με μία ιερόδουλη. Ύστερα μπορεί να έρθει στη ζωή σου η
κακοποίση, ο βιασμός, ένα παιδί που δε γεννήθηκε ποτέ ή μπορεί και όχι.
Συνειδητοποιείς πως ξαφνικά, όλα αυτά συνδέονται μετάξύ
τους, μπαίνεις στη ζωή κάποιου, αλλά πάντα κάτι λείπει και είναι αυτό το κάτι
που γίνεται στον από πάνω όροφο.
Στην τελική, δε ξέρω τι ακριβώς έγινε, δε ξέρω καν αν όλο
αυτό έχει αρχή, μέση και τέλος.
Άλλωστε νομίζω ότι μου χρειάζεται ακόμα μια
βόλτα σε καθέναν από τους ορόφους αυτούς. Λαμβάνεις πολλά μηνύματα που καθένας
τα αντιλαμβάνεται διαφορετικά. Μπαίνεις στο μυαλό αυτής της κοπέλας και
σκέφτεσαι πως κάποια από αυτά μπορεί να τα έχεις ζήσει και εσύ και όταν, αμέσως μετά
την παράσταση, μίλησα με άλλους που σκέφτονταν τα ίδια πράγματα με μένα, όντως το ερώτημα που
τίθεται μέσα από όλο αυτό είναι «Κάνεις τη ζωή που θέλεις ή τη ζωή που σου
επιβάλλουν;»
φωτογραφίες: Γιώργος Παπαδόπουλος / photography studio 6 by 6 / Τσιμισκή 92