Πρόσφατα σε μια ποιητική δράση για παιδιά, μου είπε ένα κοριτσάκι πως η ποίηση είναι παράλογη και οι ποιητές παράξενοι. Δεν ήξερε να μου εξηγήσει γιατί. Γιατί είναι περίεργα αυτά που γράφουν, δεν είναι αλήθεια
. Είναι ψέματαΌχι, είναι φαντασία, μου είπε. Ωραία, λοιπόν, άρα τα ποιήματα είναι σαν τα παιχνίδια κι οι ποιητές σαν τα παιδιά που έχουν φαντασία. Εκεί συμφωνήσαμε.
Ωστόσο, άρχισε να μου τριβελίζει το μυαλό αυτή η κουβέντα και άρχισα να ψάχνω πώς και γιατί δημιουργήθηκε μια τέτοια εικόνα στο ευρύ κοινό, στον κόσμο. Σίγουρα σ΄αυτό θα έπαιξαν ρόλο και κάποιοι ποιητές που θέλοντας να τραβήξουν το ενδιαφέρον πάνω τους, ενίσχυσαν την αντίληψη αυτή, ωστόσο για κάποιον λόγο πιστεύω πως κι ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος αλλά και η ιδιωτική κυρίως τηλεόραση δεν είναι άμοιροι ευθυνών όσον αφορά το πώς βλέπει ο κόσμος τους ποιητές και την ποίηση. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί μάλιστα κανείς τι από τα δύο προηγήθηκε και γέννησε το άλλο: η γνώμη του κόσμου οδήγησε στην τηλεοπτική και κινηματογραφική αυτή παρουσίαση – καρικατούρα ή το αντίθετο;
Και γιατί καρικατούρα;
Ξεκινώντας από την εμβληματική, πλέον, μορφή του ποιητή Φανφάρα στην ταινία
Ξύπνα Βασίλη (1969), τον οποίο ενσάρκωσε ο Γιώργος Μιχαλακόπουλος. Ο ποιητής Φανφάρας με αφέλειες που πέφτουν μπρος τα μάτια του περπατάει πέρα δώθε και με στόμφο απαγγέλει τα ποιήματά του, σηκώνει το τηλέφωνο και αυτοσυστήνεται ως ποιητής. Αναλαμπές τον πιάνουν και μιλάει με στίχους, ενώ ανάμεσα στα ποιήματά του ξεχωρίζουν το Τι κάνεις Γιάννη, κουκιά σπέρνω και το Πω πω πω πω. Το αποκορύφωμα είναι πως για να απαγγείλει το ποίημα που προαναφέρθηκε, ζητάει από τους οικοδεσπότες να του έχουν λευκά γαρύφαλλα στο χώρο, αλλιώς δεν μπορεί.
Επόμενη στάση το
Δόλωμα (1964), όπου για να εισέλθει η Αλίκη Βουγιουκλάκη στην υψηλή κοινωνία, ο Ντίνος Ηλιόπουλος αναλαμβάνει να την εκπαιδεύσει στα περί της ποίησης σχετικά για να απαγγέλει στις δεξιώσεις που θα πηγαίνει. Κι όσο κι αν η καημένη συγκινείται με το ποίημα του Ιωάννη Πολέμη Νερωμένο Κρασί, ο Ηλιόπουλος επιμένει να της διαβάζει για τον άνεμο που πήρε τα μαλλιά μας και τα κάνε θερινή κατασκήνωση. Όταν η Βουγιουκλάκη τον ρώτα τι πάει να πει αυτό που διαβάζει, ο Ηλιόπουλος κόβοντας της την κουβέντα απαντά Ο Θεός κι η ψυχή του. Και συνεχίζει: Αυτά τα πράγματα έτσι είναι. Αλίμονο στην ποίηση άμα αρχίζουμε και την καταλαβαίνουμε! Έτσι άντε άντε είναι η ποίηση; Να την καταλαβαίνουμε; Εκείνο που ενδιαφέρει είναι να το απαγγείλεις με μια φωνή άχρωμη, συρτή και μελαγχολικιά. Και τελικά η σκηνή κορυφώνεται με τον στίχο κυματίζει στον ευλαβή Παπαφίγκο.
Στην ταινία Τύφλα να 'χει ο Μάρλον Μπράντο (1963), μετά από μια παρεξήγηση ο Θανάσης Βέγγος αναλαμβάνει να απαγγείλει το ποίημα του συνονόματού του στην ταινία, Στέφανου Αυγερινού. Η ομήγυρη χειροκροτά ενθουσιασμένη, αν και ο Ζανίνο δείχνει να βαριέται ενώ οι γυναίκες της παρέας είναι καταγοητευμένες μετά τον στίχο και μες στο θάμπος το θαμπό. Ταυτόχρονα, ο πραγματικός ποιητής ομολογεί ταπεινά στον φίλο του πως στο νησί που θα κάνουν διακοπές θα ήθελε να είναι άγνωστος μεταξύ αγνώστων. Νομίζεις πώς είναι ευχάριστο να είναι κανείς διάσημος; Σου δημιουργεί τόσες υποχρεώσεις- Οι μόνες υποχρεώσεις είναι το κυνηγητό από τις γυναίκες που σου ρίχνονται μόλις ακούνε το όνομά σου, απαντάει ο φίλος του.
Μια λιγότερο γνωστή ταινία, είναι η ταινία
Ο χαζομπαμπάς (1967). Στην ταινία αυτή, ο γιος του Νίκου Σταυρίδη, Νίκος Δαδινόπουλος, αφήνει μούσι κι αναγγέλει στον πατέρα του πως θα γίνει ποιητής και θα ασχοληθεί με το πνεύμα που τόσο υποφέρει. 15 μέρες στο Ξυλόκαστρο, έγραψα 31 ελεγείες λέει, κι ο Σταυρίδης που του έστρωνε έτοιμη δουλειά καταρρέει. Στη συνάντηση με τον εκδότη ακούγονται μεταξύ άλλων οι ατάκες Θα μας μένει ένα δεκάδραχμο στο βιβλίο , Τι φτηνά που πουλιέται η τέχνη στην Ελλάδα, σας το εγγυώμαι εγώ, ο εκδότης, μόνο που θα χρειαστώ τέσσερις χιλιάδες διά την έκδοση, εγώ βάζω τα ποιήματα, δεν πρέπει να βάλεις κι εσύ κάτι. Τελικά, βάζει την φίρμα του, τις εκδόσεις Χλεμπονιάρη.
Τέλος, σε ρόλο πραγματικού ποιητή, του Γεώργιου Δροσίνη, συναντάμε τον Ανδρέα Μπάρκουλη στην ταινία
Ανθισμένη Αμυγδαλιά (1959). Εδώ, η σύντροφός του κατηγορεί τον ποιητή ότι φλερτάρει με γειτονοπούλες, εκείνος το αρνείται μα η αλήθεια είναι άλλη. Σε άλλο σημείο της ταινίας ομολογεί πως θα ήθελε να είναι ποιητής, αλλά αυτά που γράφει δεν είναι σημαντικά. Η γειτονοπούλα τον ρωτά αν έγραψε τίποτα για εκείνη, και της απαγγέλει το Ετίναξα την ανθισμένη αμυγδαλιά, μια εντύπωση όπως λέει εκείνος. Έπειτα, φεύγει και την αφήνει.
Στιχάκια σκαρώνουν οι ήρωες και σε άλλες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου, στον Τζαναμπέτη (1969), στον Δράκο (1956) , στο Λαός και Κολωνάκι (1959), όμως δεν διαμορφώνουν μια ιδέα για το ποιος είναι τελικά ο άνθρωπος που γράφει ποίηση, σε αντίθεση μ' αυτές που αναφέραμε παραπάνω.
Για τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο, ο ποιητής είναι απρόβλεπτος στις κινήσεις και στον ειρμό του (αν έχει), γράφει ακαταλαβίστικα αλλά δεν χρειάζεται κιόλας να πλησιάσουμε για να τον καταλάβουμε, είναι άλλοτε ταπεινός κι άλλοτε υπερφίαλος ίσως όμως αυτό να είναι και οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, παίζει παιχνίδια και χρησιμοποιεί την ποίησή του ως όπλο για να γοητεύσει.