Το Plisskën Festival μεγαλώνει κάθε χρόνο, γιγαντώνεται και σύντομα θα είναι (αν δεν θεωρείται ήδη) ένα ευρωπαϊκού τύπου φεστιβάλ με επισκέπτες και εκτός Ελλάδας. Η φιλοδοξία και η οργανωτικότητα ήταν φανερή και φέτος. Στο καλλιτεχνικό κομμάτι, 65 ονόματα από όλα σχεδόν τα είδη της μουσικής πλαισίωσαν δυο ημέρες γεμάτες συγκινήσεις. Σημασία έχει το αποτέλεσμα, σήμερα όλοι συζητούν για τη μόνη διοργάνωση με διεθνή στόφα και μέλλον. Δεν προσκλήθηκε το τεράστιο όνομα κράχτης και αυτό πιστεύουμε πως ήταν μια σωστή κίνηση που έστρεψε την προσοχή στα ήδη αξιολογότατα ονόματα αλλά και σε αξιοπρόσεκτους πρωτοεμφανιζόμενους. Η ώρα έναρξης και τις δυο ημέρες μπορεί να μας φάνηκε κάπως ασυνήθιστη αλλά σκεφτείτε πως άλλα μεγάλα φεστιβάλ του εξωτερικού έχουν live που ξεκινούν ακόμη και από τις πρωινές ώρες. Ας προσπαθήσουμε όμως να προσαρμοστούμε σε αυτά τα νέα για εμάς δεδομένα αφού αυτό θα ωφελήσει την ποσότητα καλλιτεχνών που θα μπορούν να φιλοξενηθούν. Σημειώστε πως παρατηρήθηκαν ελάχιστες έως μηδαμινές καθυστερήσεις στις προγραμματισμένες ώρες εμφάνισης των καλλιτεχνών. Όσο για την ποιότητα, δεν χρειάζεται να αναφέρουμε και πάλι το δελεαστικότατο φετινό line up.
Στα ζητήματα που χρήζουν επανεξέτασης και βελτίωσης, το πιο σημαντικό για το οποίο το κοινό εξέφρασε σε αρκετές περιπτώσεις τα παράπονα του, ήταν η χωροταξία της κεντρικής σκηνής σε σχέση με το Republic stage όπου η μεταξύ τους γωνία ήταν μάλλον ακατάλληλη και μικρότερη από την πρέπουσα. Για παράδειγμα, τα live των Thee oh Sees και Electric Wizard ακούγονταν έντονα στο Republic stage και ίσως αυτό θα έπρεπε να έχει προβλεφθεί. Κατά τα άλλα και αν εξαιρεθεί ο δυνατός αέρας ως παράγοντας που δεν μπορούσε να έχει ληφθεί υπόψη, ο ήχος ήταν πολύ καλύτερος από την περυσινή διοργάνωση όπου υπήρχαν σαφή προβλήματα κυρίως στο main stage. Φέτος, όλα ήταν πιο ευρύχωρα και πρακτικά, από τη χωροταξία των stages μέχρι το catering και τις τουαλέτες που επανήλθαν σε ανθρώπινα δεδομένα. Η πρόσβαση στο κτίριο Ελληνικός κόσμος είναι ακόμη μια ευκολία που προσφέρει η διοργάνωση αφού γίνεται χωρίς δυσκολία. Αν και η βιομηχανική περιοχή της Πειραιώς προσφέρει ένα όμορφο συνολικά περιβάλλον, είναι σίγουρο πως το Plisskën Festival με τους ρυθμούς βελτίωσης του, θα χρειαστεί σύντομα να μετακομίσει. Επίσης, τα προβλήματα στο check των εισιτηρίων με το γνωστό εκνευριστικό στριμωξίδι, φέτος ήταν ανύπαρκτα. Σε λιγότερο από ένα λεπτό βρισκόσουν στον συναυλιακό χώρο.
Ας δούμε τα κάθε είδους μουσικά φεστιβάλ ως χώρους επιμόρφωσης και όχι μόνο ως χώρους διασκέδασης. Κανείς δεν ξέρει τα πάντα. Σκεφτείτε πόσα μεμονωμένα live έρχονται στην χώρα μας το τελευταίο διάστημα, δεν θα πρέπει να έχουμε κανένα παράπονο για το αν συμβαίνουν πράγματα στην χώρα μας. Γιατί να μην μπορεί να καθιερωθεί κατά την ίδια λογική και ένα ή περισσότερα φεστιβάλ που προσφέρουν ποικιλία καλλιτεχνών και αντίστοιχη ποιότητα σε ένα συμφέρον πακέτο;
Τα είπαμε και στο Review του 2014. Το Plisskën Festival αποτελεί την μόνη ελπιδοφόρα προσπάθεια στον χώρο τον μαζικών διοργανώσεων για τη χώρα μας, που ήδη δείχνει πως αποδίδει καρπούς. Τα συγχαρητήρια μας στους διοργανωτές και εργαζομένους για το άψογο αποτέλεσμα που αφήνει προσδοκίες για κάτι ακόμα καλύτερο με το νέο έτος. Περάσαμε υπέροχα και ανυπομονούμε για τον Ιούνιο του 2016.
Παρακάτω, η υποκειμενική κρίση του γράφοντος για τις δυο ημέρες του φεστιβάλ και για όσους από τους καλλιτέχνες προλάβαμε να παρακολουθήσουμε και να σχηματίσουμε άποψη.
Ημέρα 1η
Gioumourtzina, Παρακαλώ, λίγη προσοχή στα παιδιά.
Άφιξη στον χώρο του Ελληνικός κόσμος λίγο μετά τις 6 ενώ στο main stage εκείνη την ώρα είχαν ανέβει οι Καναδοί METZ. Ο ήχος τους, όχι κάτι που θα μπορούσε να μας κρατήσει περισσότερο από το να σκεφτούμε απλά πως εδώ ακούγονται γκάζια από ηλεκτρικές κιθάρες. Μια μικρή περιήγηση στους νέους χώρους σε σχέση με πέρυσι, απαραίτητη για να βρούμε τη βολή μας για να καταλήξουμε στο Tunel stage και στο project από τη Θεσσαλονίκη που μας είχε απασχολήσει και πρότινος.
Η ομάδα του Ανέστη Νείρου, Γιάννης Τσελίκας (μπάσο) και Νίκος ΚΣ (τύμπανα) ή αλλιώς Gioumourtzina. Όσοι τους είχαμε ξανακούσει, ξέραμε τι να περιμένουμε.
Οι υπεύθυνοι όμως του φεστιβάλ, που τους τοποθέτησαν σε ένα ακατάλληλο χωροταξικά stage για το ύφος και τον τρόπο κίνησης τους, σίγουρα δεν τους γνώριζαν. 45 λεπτά και βάλε ηλεκτρονικά δεμένης άλλοτε σκοτεινής σκληράδας και άλλοτε μελωδικής ρυθμικής πανδαισίας ήταν αρκετά για να καταλάβουν όσοι βρέθηκαν για πρώτη φορά σε live τους ότι τα παιδιά αυτά δεν αστειεύονται. Programming από τον Ανέστη που φρόντισε να βγαίνει προς το κοινό και η τελευταία ηχητική λεπτομέρεια, γλυκό Lo-Fi μπάσο από τον Γιάννη και παθιασμένα κρουστά από το Νίκο ήταν τα στοιχεία που κράτησαν μέχρι το τέλος όσους έμπαιναν στο Tunel. Όσοι ήρθαν για να πάρουν μια ιδέα, έμειναν μέχρι το τέλος κι αυτό είναι πολύ σημαντικό. Οι Gioumourtzina είναι ίσως η μοναδική μπάντα που παράγει σήμερα αυτόν τον γνήσια ηλεκτρονικό punk ήχο στην Ελλάδα, με επεκτάσεις και προς πολλά άλλα είδη μουσικής που φαίνεται οτι μπορούν να τα καταφέρουν αναμειγνύοντας τα έξυπνα. Μπράβο τους και πάλι.
Tony Allen, γιατί όσα χρόνια και αν περάσουν, τα τύμπανα θα μυρίζουν Αφρική.
Πως μπορεί ένας άνθρωπος να παρασύρει μόνο χτυπώντας τύμπανα, μπότες και πιατίνια ; Η Αφρικανική ήπειρος αναγνωρίζεται σήμερα ως η απαρχή της μουσικής στον πλανήτη Γη. Λόγω του ρυθμού, των κρουστών και της αίσθησης του ατέρμονου και της αιωνιότητας που σου βγάζει ακούγοντας την. Ο Νιγηριανός πρώην δεξί χέρι του Fela Kuti, Tony Allen που ζει στο Παρίσι και ακόμη κυκλοφορεί αριστουργήματα (Film of Life, 2014) ήταν η πιο γλυκιά παρουσία του φεστιβάλ, κρατώντας τον τίτλο του Βασιλιά της afro-soul και της ψυχεδελικής funk.
Η πολυμελής μπάντα του, έφτιαχνε πανεύκολα ατμόσφαιρα σε συνδυασμό με τον απογευματινό ήλιο που μόλις είχε αρχίσει να χαμηλώνει. Το κοινό τον απήλαυσε είτε χορεύοντας στους ρυθμούς του, είτε κοιτώντας αποσβολωμένο, έναν από τους πιο ενεργούς βετεράνους της παγκόσμιας μουσικής σκηνής και έδειξε να μη τον χορταίνει. Ο ίδιος, λίγο πριν παίξει το τελευταίο κομμάτι, (έπαιξε μερικά και από την τελευταία του δουλειά) σηκώθηκε, έβγαλε για λίγο τα μαύρα γυαλιά του και απολογήθηκε που δεν διέθετε λίγο ακόμα χρόνο για να συνεχίσει. Μας κέρδισε χωρίς προσπάθεια, χωρίς επίδειξη δύναμης και χειροκροτήθηκε από όλους ένθερμα.
Beardyman, Beatbox για όσκαρ.
Δεν παραμείναμε για πολύ στο main stage για τον Βρετανό Beardyman αλλά στο 20λεπτο που προλάβαμε να τον ακούσουμε, καταλάβαμε πόση ευφυΐα, σπιρτάδα και χάρισμα χρειάζεται για να μπορείς ταυτόχρονα να τραγουδάς, να ηχογραφείς κατάλληλα κομμάτια της φωνής σου και να τα μιξάρεις όλα αυτά μαζί για να ξεσηκώσεις το κοινό από μηδενικής βάσεως. Αυτό το κατά κάποιο τρόπο comedy show, το έχει και κάνει σε μεγάλα φεστιβάλ όπως το Coachella με μεγάλη επιτυχία, σε ένα κοινό που πραγματικά παραληρούσε μπροστά του. Πολύ ταλαντούχος καλλιτέχνης και από τα live acts που τα φεστιβάλ χρειάζονται όχι απλά για να διαθέτουν ποικιλία αλλά επειδή η μουσική είναι πολλά πράγματα και όχι μόνο όσα ακούμε εμείς και η παρέα μας.
Pharmakon, 20 λεπτά ωτίτις.
Η Αμερικανική Sacred Bones Records, έχει κυκλοφορήσει αρκετές μουσικές από την indie, την εναλλακτική, την pop, τη Lo Fi και την post rock σκηνή από την αφετηρία της το 2007. Η Pharmakon όμως, που βρέθηκε στο Aquarium stage μετά τις 10 το βράδυ της Παρασκευής, είναι αν μη τι άλλο μια μουσική περίπτωση από μόνη της. Η Νεοϋορκέζα Margaret Chardiet πειραματίζεται από τα 17 της και κάτι ανάλογο μάλλον ήρθε να κάνει και στην Αθήνα. Η αλήθεια είναι πως στο πειραματικό-industrial είδος όλα είναι θέμα αυτιού και αισθητικής αν και μη ξεχνάμε, πείραμα ονομάστηκε κάθε τι που λίγο αργότερα θεωρήθηκε η ίδια η βάση. Στο είδος της Pharmakon λίγες οι γυναικείες παρουσίες αλλά η Margaret είναι τόσο επιβλητική που ίσως να μη χρειάζεται να μπει καμία άλλη στον κόπο.
Πήρε λοιπόν ένα κομμένο ορθογώνιο ταψί με καλώδια που ξεκινούσαν από πάνω του και έφταναν ως τον μίκτη και άρχισε να το χτυπά με μανία μέχρι που γέμισε με χαώδη θόρυβο την αίθουσα. Αν κανείς παρατηρούσε τις εκφράσεις του κόσμου την ώρα του performance, θα έβλεπε μια και μόνη λέξη ζωγραφισμένη στα πρόσωπα τους: τρόμος. Έλεγα μέσα μου πως ίσως να κάνω λάθος που δεν μπορώ να εκτιμήσω το άναρχο τοπίο της. Πάνω που άρχισα όμως να σκέφτομαι να εγκαταλείψω, εγκατέλειψε εκείνη και δεν μας είπε κι ένα γειά. 20 συνολικά λεπτά (μόνο, ευτυχώς) εκκωφαντικού θορύβου από σίδερα που σέρνονται σε πέτρινο δρόμο, παραμορφωμένα ηχητικά σήματα, τρυπάνια να καραδοκούν παντού γύρω μας και τη φωνή της να ουρλιάζει θυμωμένα, μπας και ακουστεί σαν από πηγάδι βάθους 1000 μέτρων. Δεν αποκόμισα τίποτα και δεν έφυγα καν αναρωτώμενος. Η Pharmakon χρήζει ψυχιατρικής μελέτης, κατά τα άλλα μια χαρά ξέρει να ντύνεται και να περπατάει τα τακούνια και το μίνι της.
Austra, Νανά Μούσχουρη, Florence και βγάλε..
Μπούσουλας οι συγκρίσεις. Περισσότερο για όσους οι μουσικές ή οι φωνές φέρνουν μνήμες από κάτι παλαιότερο. Όχι υποτίμηση ή προσπάθεια να φέρουμε τα πράγματα στα μέτρα μας. Απλώς η φωνή της Katie Stelmanis είναι μια επιθετική μίξη από δυο συστατικά. Τις ψηλές της Μούσχουρη και το μέταλλο της Florence Welch. Το 2013, όταν και γνωρίσαμε τους Καναδούς από το Olympia που ήταν τότε η δεύτερη τους δουλειά, τα φωνητικά της Katie ήταν αυτό το κάτι που έκανε τον δίσκο ξεχωριστό και έβαλε την μπάντα στο μικροσκόπιο όσων ασχολούνται με την synth pop και τη new wave. Ο Καναδάς παραδόξως δεν παράγει μόνο rock και alternative, εξάγει και συγκροτήματα που γράφουν κομμάτια όπως το Forgive Me. Κατά τα άλλα το live τους, γιατί αυτό μας ενδιαφέρει επί του παρόντος κειμένου, δεν μπορώ να πω πως με ξετρέλανε ή με έκανε να τους μνημονεύω στις συζητήσεις που γινόντουσαν όσο το φεστιβάλ εξελισσόταν. Το μόνο σίγουρο ήταν πως το κάτι του δίσκου τους το 2013, υπήρχε και εδώ. Το δυστύχημα είναι πως υπήρχε μόνο αυτό το κάτι, παράλληλα με μια προσπάθεια να μην εκτεθεί η μπάντα συνολικά την ώρα του live. Αυτό επιτεύχθει με μερικές ακίνδυνες κινήσεις της Katie που όντως, δεν ρίσκαρε να κάνει αυτό το παραπάνω που θα μας έδειχνε πως παρότι απέχουν από τη δισκογραφία εδώ και 2 χρόνια, στα live τα πάνε καλά. Σημειώστε και μια όμορφη υποβοήθηση στα backing vocals από την drummer. Ένα όχι αδιάφορο live λοιπόν αλλά όχι αυτό που θα περιμέναμε από μια μπάντα που καταγίνεται με ρυθμούς που έχουν σκοπό να μας κουνήσουν. Τους συμπαθούμε.
Savages, ένα φεστιβάλ μόνες τους.
Ήδη ειπώθηκαν πολλά για την εμφάνιση τους στο Plisskën. Όλα όσα γράφτηκαν, είναι όσα χρειάζεται να διαβάσει κανείς από όλα αυτιά και τα μάτια που παρακολούθησαν την εμφάνιση τους, για να καταλάβει πόσο διαπεραστική ήταν, πόση επιρροή κατάφεραν να ασκήσουν με αυτά τα 45 λεπτά επί σκηνής. Τι κι αν έχουν μόνο το Silence Yourself του 2013 στο δισκογραφικό ενεργητικό τους, τι κι αν συγκρίνονται σκοπίμως (;) από όσους αδυνατούν να πιστέψουν την ύπαρξη στις μέρες μας ενός τόσο ικανού συγκροτήματος με τους Siouxsie, τα τέσσερα κορίτσια έπαιξαν με τρόπο που θα μείνει αξέχαστος για καιρό. Η πρώτη τους φορά στην Ελλάδα, περιλάμβανε στιγμές που δεν γίνεται να μη τις αναφέρουμε.
Όπως εκείνη όταν η Jehhny Beth έβγαλε ένα τσαλακωμένο χαρτάκι από τη τσέπη, κατέβηκε από το stage, βρήκε μια γυναίκα και της είπε διάβασε αυτό, θέλω να το ακούσουν όλοι και δεν ξέρω Ελληνικά για να το πω. Έτσι και έγινε. Η δεσποινίδα ακούστηκε να λέει Μην αφήνετε τους γαμιόληδες να σας ρίχνουν.
Αμέσως ξεκίνησε ίσως το καλύτερο και πιο συγκινητικό 10λεπτο μου στο Plisskën, το Fuckers.. Η Beth είναι μια χαρισματική performer. Για όσους ψάχνετε ινδάλματα και παραπονιέστε πως δεν υπάρχουν στη σύγχρονη εποχή, ιδού. Μια καταπληκτική παρουσία, εκφραστικότατη, απορρόφησε όση ενέργεια είχαν τα πόδια μας, τα μάτια μας και η ψυχή μας. Δυο φορές crowdsurfing, αμέτρητα ψαρωτικά (σαν από θυμό) βλέμματα στο κοινό και κίνηση για σεμινάριο, δεν μας άφησε να πάρουμε στιγμή το βλέμμα μας από πάνω της, ούτε καν όταν η παρέα έφερνε το δεύτερο-τρίτο ποτό. Post punk κιθαριστικό χάσιμο, καταιγιστικός ρυθμός αλλά με ξεκάθαρες γραμμές στο μπάσο και στα τύμπανα όπου η Fay Milton έδωσε ρέστα. Το μόνο που με χάλασε ήταν πως οι Savages ισοπέδωσαν ότι υπήρχε πριν και μετά από αυτές. Μάταια περιμέναμε κάτι ανώτερό ή έστω ισάξιο. Απίστευτες, ένα φεστιβάλ μόνες τους.
The Horrors, λίγη ζωντάνια βρε παιδιά..
Οι Βρετανοί με το άλμπουμ του 2011 Skying και κομμάτια όπως το Still Life καθιερώθηκαν ως ένα από τα πιο μελωδικά indie rock shoegaze συγκρoτήματα όχι μόνο του μεγάλου νησιού αλλά και παγκοσμίως. Ας μη βρούμε όμως για άλλη μια φορά ως δικαιολογία τον αέρα που φύσαγε και τις δυο ημέρες του φεστιβάλ.
Ακόμα και όταν ακούστηκε το Still Life, αν μη τι άλλο ένα από τα πιο εμπορικά τους κομμάτια, με δυσκολία ήρθαμε στην ψυχολογία που θα μας προκαλούσε αν θα το ακούγαμε σε οποιαδήποτε άλλη περίσταση. Ο Badwan τραγουδούσε σε μια κατάσταση περίεργης νιρβάνας φωνητικά και κινησιολογικά. Ίσως, αν το σκεφτώ κάπως καλύτερα και με ηρεμία τώρα που το φεστιβάλ έχει τελειώσει, να φταίει και το ισοπεδωτικό live των Savages που μόλις είχε τελειώσει και οτιδήποτε άλλο μπροστά του θα ωχριούσε. Όχι όμως, συνολικά δεν φταίει το line up, φταίει το ότι σε καμία στιγμή οι Horrors δεν κατάφεραν να μεταφέρουν ούτε γραμμάριο έντασης και ενέργειας στο κοινό. Ουσιαστικά ήταν μια απογοητευτική εμφάνιση χωρίς κάτι το αξιοσημείωτο.
Ημέρα 2η
Tendts, πανδαισία στη σκοτεινή αίθουσα.
Η αρχή της δεύτερης ημέρας του Plisskën έγινε λίγο πριν τις 18:00 με τους Θεσσαλονικείς Tendts. Δηλαδή τον Φώτη και τον Χρήστο που είναι δυο αδέρφια με ταλέντο στην σύνθεση minimal ηλεκτρονικής μουσικής. Τους είχαμε ξανακούσει στο Reworks festival της συμπρωτεύουσας αλλά και σε μερικά solo live που έκαναν κατά καιρούς. Ο πειραματισμός μέσα στον οποίο φαίνεται να κινούνται οι Tendts, δεν είναι μια όπου μας βγάλει απρογραμμάτιστη περιπλάνηση. Φαινομενικά μόνο, γιατί ο ήχος τους απαρτίζεται από ήχους και κομμάτια τοποθετημένα σε παντιέρα (pad) και σε υπολογιστή, ελέγχοντας την κάθε λεπτομέρεια. Στο live τους, περιόρισαν στο ελάχιστο τα μελαγχολικά κομμάτια που είχαμε ακούσει το περασμένο διάστημα και παρουσίασαν ένα ναι μεν ambient αποτέλεσμα χωρίς από την άλλη να κουράσει λόγω ρυθμού. Μια άκρως ενδιαφέρουσα μουσική πρόταση που σίγουρα χρήζει περισσότερων ακουσμάτων στο ερχόμενο διάστημα. Το σπουδαίο νέο για το project, είναι πως σύντομα κυκλοφορεί σε βινύλιο η πρώτη τους ουσιαστικά δουλειά με αρκετά αλλαγμένο και πιο ώριμο ήχο. Ο χώρος, σε αντίθεση με άλλα acts που έγιναν στο Tunnel stage ήταν ο καταλληλότερος λόγω μεγέθους αλλά και λιγοστού φωτός, τους ταίριαζε απόλυτα. Όπου τους πετύχετε βαράτε τους, εεε.. ακούστε τους!
Morgan Delt, η ψυχεδέλεια που θέλαμε.
Τον περιμέναμε πως και πως, από τη στιγμή της ανακοίνωσης των ονομάτων του φεστιβάλ. Ο Αμερικανός Morgan Delt ήταν ακριβώς αυτό που περιμέναμε από τις υψηλές προσδοκίες που άφησε με την κυκλοφορία του πρώτου και ομώνυμου LP του 2014. Σε ένα τέλεια ρυθμισμένο ηχητικά Republic stage o Delt φαινόταν πως γκαζώνει όσο περνά ή ώρα. Ένα τζαμάρισμα μερικών λεπτών ενός άγνωστου κομματιού (;) μας ξεσήκωσε ενώ μόλις πριν είχαμε ακούσει το Barbarian Kings.
Παράξενο, αλλά ένιωσα πως ο Drummer τους ήταν αυτός που σχεδόν διέταζε την αλλαγή ρυθμού και τα ξεσπάσματα χωρίς να χρειάζεται να δώσει το σύνθημα με νοήματα ο Morgan. Σχεδόν 40 λεπτά με echoed μουσική από τα 60's και εφέ από τον κιθαρίστα που επίσης τραγουδούσε. Η μουσική του πρωτοεμφανιζόμενου Delt, είναι μια εντελώς διαφορετική Neo-Psychedelic προσέγγιση στην θρυλική δεκαετία του 60 και αυτό τον κάνει τόσο ελκυστικό στο να τον ανακαλύψεις. Η μελωδικότητα του ήταν κάτι παραπάνω από καλή και αυτό έγινε αντιληπτό για έναν λόγο: Ο ήχος σε όλη τη διάρκεια του live ήταν κάτω του μετρίου, κάτι που καταλάβαινε κανείς αλλάζοντας θέση σε διάφορα σημεία κοντά αλλά και πιο απομακρυσμένα από τη σκηνή. Η ηχοληψία δεν ήταν μάλλον ξύπνια εκείνο το απόγευμα.
Jaakko Eino Kalevi, ο τσαλακωμένος γόης.
Το ψάθινο καπέλο το έχει ξαναφορέσει, σε παλιότερα live του σε διάφορες ευρωπαϊκές πόλεις, του πάει πολύ. Γενικότερα το έχει με τις κουκούλες και τα καπέλα. Αλλά τι σου λέω τώρα για καπέλα και φορεσιές. Αφού και εκείνος το έδειξε πως δεν θέλει να κοιτάζουμε εκεί, ήθελε να ακούμε με προσοχή. Και το κατάφερε. Απλά ντυμένος με τσαλακωμένο λευκό παντελόνι που μετά βίας έφτανε στον αστράγαλο του, λευκή φανέλα και όποτε βόλευε το ψάθινο καπέλο, ξεκίνησε να παίζει τη μουσική του. Ως γνωστόν, ο γυναικείος πληθυσμός τον λατρεύει, εντάξει τις καταλαβαίνουμε. Το πιο αξιοσημείωτο ήταν πως στα χείλη των αντρών που τον παρακολουθούσαν υπήρχε το χαμόγελο της αποδοχής και της συγκατάβασης, μας είχε κερδίσει όλους. Η φωνή του είναι ακριβώς αυτή που ακούγεται και στις διάφορες δουλειές του που πλέον γίνονται καθαρά Αγγλιστί, γιατί οι πρώτες του ήταν στα Φινλανδικά. Έχουμε τιμήσει από ραδιοφώνου αρκετά κομμάτια του ακόμη ακόμη και από τον δίσκο του Modern Life και χαρήκαμε ιδιαιτέρως όταν ακούσαμε ζωντανά το Flexible Heart. Έχω την εντύπωση πως είναι ένας αρκετά συνεσταλμένος καλλιτέχνης, το παρατήρησα στις εκφράσεις του ενώ τραγουδούσε παρά το ότι το κοινό του μετέδιδε τόσο θέρμη. Όταν εμφανίστηκε ο συνεργάτης του με το σαξόφωνο, τότε κατάλαβα πως δεν ήρθε εδώ μόνο με τον drummer του για να δηλώσει απλά το παρόν. Ο Jaakko διαθέτει φωνή με βάθος και χαρακτήρα που θα συγκρατήσεις πανεύκολα. Γράφει και παίζει αυτή τη σκουριασμένη disco που είναι τόσο ελκυστική όσο το να βλέπεις έναν ατημέλητο άνδρα να σου τραγουδά pop με αυτή τη ζεστή φωνή. Φαντάσου και τα δυο μαζί.. Το νέο του ομότιτλο άλμπουμ κυκλοφορεί σε λίγες ημέρες και ήδη έχει αφήσει τις καλύτερες εντυπώσεις με τα Hush Down και Deeper Shadows, τον καλωσορίζουμε στους επίσημα αγαπημένους μας καλλιτέχνες.
Acid Baby Jesus, είναι σίγουρα Ελληνική psy rock μπάντα;
Τα καλά Labels (πόσα έμειναν πια στην Ελλάδα;) φροντίζουν να μας κρατούν ενήμερους και για τις κατά καιρούς αξιόλογες κυκλοφορίες εκτός συνόρων, αναλαμβάνοντας τη διανομή τους. Έτσι γνώρισα τους Acid Baby Jesus, από την Inner Ear, την χρόνια που πέρασε. Ένα release της Αμερικανικής Slovenly Recordings με τίτλο Selected Recordings που έμελε να γίνει η αφορμή για να τους μάθουν και όσοι δεν τους ήξεραν. Οι Αθηναίοι Acid Baby Jesus είναι η πρώτη και μοναδική Ελληνική παρουσία στο μεγάλο Αμερικανικό Austin Psych Fest (ή πλέον Levitation). Στο Plisskën festival παρουσίασαν έναν αληθινό ψυχεδελικό ήχο που μας άρεσε πολύ. Ο 60's ήχος τους, έφερνε σε παραγωγή Allah-Las και δεν χρησιμοποίησε τα τετριμμένα ψυχεδελικά echos. Aυτό δείχνει την ξεκάθαρη επιδίωξη τους για έναν γνήσια ψυχεδελικό ροκ ήχο και έδωσε μεγαλύτερη αξία στην live εμφάνιση τους. Σε καμία στιγμή δεν ένιωσα να κουράζομαι από θορυβώδεις ασάφειες και αναμονή για ένα crescendo που δεν ήρθε ποτέ. Άριστες εντυπώσεις για τη μπάντα που φαίνεται πως το εξωτερικό της έκανε ένα μεγάλο καλό: Απομάκρυνε το δήθεν που καταλαμβάνει τις περισσότερες μπάντες στην Ελλάδα μόλις καταλάβουν ότι συζητιούνται από δυο live και έναν δίσκο.. Μπράβο τους.
Ariel Pink, ας προσέχαμε.
Μπορεί να είσαι αυτός που τσακώνεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης με τη Madona, αυτός που η Grimes αποκαλεί μισογύνη (ποιος ξέρει γιατί), μπορεί να τριγυρνάς με αστέρες λόγω της μουσικής σου και όχι άδικα. Δεν έχεις το δικαίωμα όμως να σερβίρεις το θλιβερό θέαμα που σέρβιρες στο Plisskën και στο κάθε Plisskën με αυτή την ξινισμένη μούρη, την είμαι σίγουρος επίτηδες αλλοιωμένη φωνή, μόνο και μόνο επειδή ενοχλήθηκες από τον ήχο που κατά τα άλλα δεν είχε ιδιαίτερα θέματα, αν συνυπολογίσουμε πως φυσούσε μανιωδώς εκείνο το βράδυ.
Η κατά τα άλλα υπέροχη 7μελής μπάντα σου σε στηρίζει στο ακέραιο, ακολουθεί τις προσταγές σου και εσύ διακόπτεις 2 φορές για να ζητήσεις με τον όχι και πιο ευγενικό τρόπο από τους δυο ηχολήπτες, on και off stage, να σου δώσουν τι ;! Μερικές τσιρίδες που δεν ήταν η φωνή του και 2-3 γνωστά κομμάτια του που επίσης κατάφερε να καταστρέψει ήταν το γινόμενο της εμφάνισης. Ο Αμερικανός κυκλοφόρησε έναν αληθινά υπέροχο δίσκο στα τέλη του 2014, που έτυχε ιδιαιτέρως θετικού σχολιασμού και αγάπης και από τη χώρα μας. Γιατί να δείχνει έξαλλος μπροστά σε ένα κοινό που αδημονούσε να τον ακούσει live ; Ακόμη και όταν προσπάθησε να αστειευτεί, έριξε μπηχτές για τους Electric Wizard που είχαν προηγηθεί. Επαγγελματίας σημαίνει αναλαμβάνω τις ευθύνες μου απέναντι σε κάποιον που δεν φταίει για ότι ατυχές συμβεί. Ο Ariel Pink μπορεί να είναι γνωστός για το εκκεντρικό του χαρακτήρα του όμως δεν θα τον δικαιολογήσουμε για το αντιεπαγγελματικό του φέρσιμο εκείνο το βράδυ. Με σιγουριά η χειρότερη εμφάνιση του φεστιβάλ που μέσα σε 30 λεπτά κατάφερε να απομονώσει τον εαυτό του από τους παρακολουθούντες και να μας χαλάσει τη διάθεση αποχωρώντας με ένα στεγνό και αγέλαστο Thank you, Goodnight. Ευτυχώς τη διάθεση, μας την έφτιαξαν άλλοι και όχι τα καλσόν, τα τακούνια και τα bikini της μπάντας του Ariel..
Sleaford Mods, Punk's Not Dead.
Ένας υπολογιστής, ένα μικρόφωνο και δυο Αγγλόνια να σπάζουν τα ηχεία με ένα electro punk που είχαμε καιρό να ακούσουμε. Ο δίσκος του 2014, ήταν για κάποιους μια από τις καλύτερες κυκλοφορίες του έτους. Ραδιοφωνικά μιλώντας, το Divide and Exit περιείχε ένα κομμάτι που μεταδόθηκε χωρίς δεύτερη σκέψη, το Tied Up In Nottz. Το τραγούδησε και αυτό με ένταση στο live ο Jason Williamson με την περίεργη κοντοκομμένη φράντζα. Στο ξεκίνημα της εμφάνισης τους στο Republic stage, δεν είχε μαζευτεί ο κόσμος που θα μπορούσε να στείλει θετικές επιστροφές στους Βρετανούς αλλά περιέργως συγκεντρώθηκε αρκετός από τα μέσα και μετά. Αυτή την Αγγλική προφορά που σκοτώνει, αυτή την αίσθηση ότι βρίσκεσαι σε κάποια γειτονιά του Nottingham και ακούς να μιλούν βρίζοντας για μπάλα, δε την αλλάζω με τίποτα. Οι Sleaford Mods μετέφεραν την electro punk τους μαζί με ενός είδους spoken word ντυμένο με hip hop επιρροές. Μια πραγματική γροθιά στο δήθεν, στο καθώς πρέπει της μουσικής βιομηχανίας από δυο τύπους που περισσότερο έμοιαζαν με μεθυσμένους θαμώνες pub παρά με καλλιτέχνες και λόγω ντυσίματος και λόγω στησίματος. Ιδιαίτερη εντύπωση μας έκανε το πόσο γρήγορα περνούσε τις λέξεις και το πόσο εκφραστικός ήταν αποδίδοντας τις κατάλληλες δυναμικές στις λέξεις που έδειχναν να βγαίνουν ασταμάτητα και ακούραστα από μέσα του. Ξεσήκωσαν ακόμη και τους haters του είδους και ήταν μια απολαυστική διαφορετικού τύπου εμφάνιση από αυτές που όπως είπαμε και για τον Beardyman, τα φεστιβάλ πρέπει να επιδιώκουν.
Mogwai, Σκωτσέζικος αέρας και χάσιμο.
Επικοί, καθηλωτικοί, απόκοσμοι. Βρέθηκα στο τελείως πίσω σημείο του χώρου του φεστιβάλ, πιστεύοντας πως δεν θα αντέξω τον ήχο που ερχόταν από τη σκηνή τη στιγμή που οι Σκωτσέζοι ξεκινούσαν το σετ τους. Τελικά έκανα το σωστό. Δεκάλεπτα performance σε κομμάτια που μόνο σε ζωντανή εκτέλεση καταλαβαίνεις γιατί τους καθιέρωσαν εδώ και 20 σχεδόν χρόνια ως ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα, αν όχι το κορυφαίο, στην post rock. Τα drums του Martin Bulloch σε στιγμές νόμιζα οτι μοιάζουν με πολυβόλο που ρίχνει προς το μέρος μας κρυμμένο ακριβώς πίσω από τον κόσμο. Οι υψηλές εντάσεις δεν έκαναν κακό στο τελικό αποτέλεσμα, αντιθέτως. Έστελναν ένα διαρκές ατμοσφαιρικό ωστικό κύμα από synthesizer που ίσως επίτηδες να ρυθμίστηκαν έτσι ώστε να μας πετάξει στον τοίχο ανήμπορους να αντιδράσουμε. Τα δύο ροζ μάτια, κρεμασμένα ψηλά δεξιά και αριστερά στη σκηνή, ήταν τοποθετημένα εκεί για τους Mogwai. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν τοποθετήθηκαν από τη Παρασκευή αλλά θυμάμαι πως αμέσως κατάλαβα ότι πρόκειται για το σύμβολο του εξωφύλλου του περυσινού τους άλμπουμ Rave Tapes. Άναβαν και έσβηναν τις στιγμές τις κορύφωσης μέσα στα κομμάτια του live που όπως προαναφέραμε είχαν τόσο βασανιστικές βαθμιαίες εισαγωγές για να προετοιμάσουν για το ηχητικό ξέσπασμα που σε λίγο θα παρέσερνε τους πάντες. Μια αληθινή εμπειρία η εμφάνιση τους, θα τη θυμόμαστε.
Whomadewho, τα φιλιά μας στη Δανία.
Ο χρόνος είναι αδυσώπητος, ούτε που το καταλάβαμε πως φτάσαμε στην τελευταία εμφάνιση στο main stage. Με μικρή καθυστέρηση που τελικά άξιζε να την υποστούμε περιμένοντας μετά τους Mogwai, είδαμε τους Δανούς Whomadewho να κλείνουν ένα από τα πιο όμορφα events για εφέτος στη χώρα μας. Παπιγιόν για τον drummer και τιράντες για τους έτερους δυο του γκρουπ, ήταν το στιλιστικό σχέδιο που είδαμε όταν βγήκαν για να τσεκάρουν τον ήχο. Άργησαν αλλά μας αποζημίωσαν. Αν και για πρώτη φορά στην Ελλάδα, επικοινώνησαν υπέροχα με το κοινό, κατέβηκαν για μια βόλτα με το μικρόφωνο ανάμεσα στον κόσμο και χόρεψαν μαζί μας. Η πιο κεφάτη παρουσία και η πιο ικανή να μας κάνει να ξεχάσουμε τα όποια κακώς κείμενα στα υπόλοιπα live. Ξεκάθαρα τύμπανα, pop με νόημα και ευαίσθητες στιγμές νοσταλγίας εκτός από τα κλασικά για αυτούς χορευτικά-ανεβαστικά κομμάτια όπως το Hiding In Darkness. Στο ξεκίνημα σχεδόν του σετ τους, ακούσαμε και το ολοκαίνουργιο και πιασάρικο Embers από το ομώνυμο EP τους. Κάπως έτσι, με παράξενες, αμήχανες, όμορφες και στιγμές που δε θα ξεχάσουμε ποτέ, έκλεισε και το φετινό 5ο Plisskën festival. Και του χρόνου!
Ευχαριστούμε θερμά τον Αντρέα Πανόπουλο για το πλήρες φωτορεπορτάζ.
Τον Μιχάλη Αποστόλου τον ακούτε κάθε καθημερινά 19:00 – 20:00 στον Republic 100.3 fm