(Το Pitfall είναι η συμμετοχή της στήλης στο Blogathon που έχει στηθεί από τη Δευτέρα και ως την επόμενη Παρασκευή διερευνά τον γοητευτικό κόσμο του film noir).
Φιλμ Νουάρ, 1948, ΗΠΑ, 86 λεπτά
Σκηνοθεσία: Αντρέ Ντε Τοθ
Παίζουν: Ντικ Πάουελ, Λίζαμπεθ Σκοτ, Τζέιν Γουάιατ
Περιπτώσεις ταινιών σαν το Pitfall είναι έξοχα παραδείγματα της συνοχής που υπάρχει μεταξύ των κινηματογραφικών ειδών που επικρατούν ανά διαφορετικά χρονικά διαστήματα και πως αυτά τα είδη ουσιαστικά κυοφορούνται μέσα από μετεξελίξεις και προεκτάσεις προηγούμενων. Όπως ακριβώς το film noir δε φύτρωσε ξαφνικά στις ΗΠΑ (τα εξαιρετικά κείμενα, εδώ κι εδώ, του Αχιλλέα Παπακωνσταντή, είναι άκρως επεξηγηματικά για τις καταβολές του), έτσι και η επαφή πάρα πολλών δημιουργών με το είδος μέσα στα επόμενα χρόνια, καλλιέργησαν το έδαφος για το μέλλον του αμερικανικού σινεμά.
Έχοντας ως δεδομένο ότι οι καλλιτεχνικές επιρροές συνδυάζονται με την κοινωνικοπολιτική κατάσταση ενός τόπου για να γεννήσουν ένα ρεύμα, ο απαισιόδοξος κόσμος των νουάρ οφείλεται κατά ένα μεγάλο μέρος στο ότι συμβαίνει σε χρόνια πολέμου. Όταν αυτά αποτέλεσαν παρελθόν, οι πικραμένοι πρωταγωνιστές του είδους παρέμειναν είτε γιατί προσπαθούσαν να ξεχάσουν το παρελθόν τους (με το flashback των πρώτων νουάρ να γίνεται πλέον trademark) είτε γιατί το φαινομενικά όμορφο παρόν και αισιόδοξο μέλλον δεν γίνεται αντιληπτό από αυτούς. Το τελευταίο φέρνει και τη σύγκρουση με το lifestyle που προωθείται στις ΗΠΑ από το 1945 και έπειτα, αυτό του αμερικανικού ονείρου με το προαστιακό νοικοκυρεμένο σπίτι και την ευτυχισμένη οικογένεια μέσα σ’ αυτό. Ένα lifestyle που θρυμματίζει στο ξεκίνημα του φιλμ ο υπέροχα παγερός σε όλη τη διάρκεια Dick Powell, μέσα από έναν ουσιώδη, χωρίς φωνές και ακρότητες, διάλογο με την σύζυγό του.
Ο ήρωας είναι ένας υπάλληλος ασφαλιστικής εταιρίας ο οποίος σε μια τυπική έρευνα γνωρίζει μια κοπέλα που θα του αλλάξει τη ζωή. Ο De Toth παίζει με τους κανόνες του είδους, βάζοντας τον ήρωα σε μια συνεχή πάλη ηθικής ως το τέλος του φιλμ, σχολιάζοντας όμως έντονα την υποκρισία των γύρω του που μοχθούν για τη διατήρηση της οικογενειακής εικόνας. “How does it feel to be a decent and respectable married man?”αναρωτιέται ο Powell εξιστορώντας στον φίλο του την υπόθεση που έχει εμπλακεί, γνωρίζοντας πως ποτέ το μέλλον του δε θα είναι πραγματικά ευτυχές, όποια απόφαση και αν πάρει. Παράλληλα εντοπίζουμε μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση σε έναν χαρακτήρα άρρηκτα συνδεδεμένο με το είδος, αυτόν της femme fatale. Η Scott παρουσιάζεται περισσότερο ως θύμα, ως ένα είδος γυναίκας που τραβά τους λάθος άντρες χωρίς να φταίει ή να το προκαλεί και κυρίως ως η γυναίκα που είναι έτοιμη να πάρει την ευθύνη για ότι αρνητικό μπορεί να επιφέρει η γοητεία της. Αυτοί οι αφηγηματικοί και δομικοί πειραματισμοί, έρχονται σε μια περίοδο που το νουάρ γενικώς εξελίσσεται, κάτι αναμενόμενο από τη στιγμή που τόσοι καταπιάστηκαν μ’ αυτό, είτε στο περιεχόμενό του είτε στη φόρμα του – θυμηθείτε για παράδειγμα το Lady in the Lake ένα χρόνο πριν.
Ο θεσμός που σχολιάζει ο De Toth αποτέλεσε τα επόμενα χρόνια αντικείμενο μελέτης αρκετών αμερικανών δημιουργών, με πρώτον και καλύτερο τον Douglas Sirk που μέσα από το μελόδραμα έδωσε μια πλήρη ακτινογραφία της αμερικανικής κοινωνίας των 50s. Κατά κάποιο τρόπο, ο σχολιασμός συνεχίζεται ως τις μέρες μας από τη στιγμή που αν και μεταλλαγμένο, το πρότυπο της απαστράπτουσας οικογενειακής ζωής εξακολουθεί να προωθείται. Παραδόξως, το Pitfall, αν και είναι πάρα πολύ εύστοχο και σχετικά πρωτοποριακό σε αυτά που πραγματεύεται, μνημονεύεται συνήθως σήμερα κυρίως σε ρετροσπεκτίβες και αφιερώματα που περιέχουν άγνωστα νουάρ, και δεν συγκαταλέγεται σε λίστες με τα αντιπροσωπευτικά φιλμ του είδους.