(ένα μικρό αφήγημα…)
Θυμάσαι μερικές φορές που περπατάς και νιώθεις ότι θες να εξαφανιστείς; Που θυμάσαι παραμύθια κι ιστορίες για παιδιά που γίνανε αόρατα, και τα ζηλεύεις όσο δεν ζήλεψες ποτέ τίποτα άλλο. Ή μάλλον όχι. Τα ζηλεύεις όπως κάποτε ζήλευες αυτούς που δεν περνούσαν απαρατήρητοι. Συνθήματα στον τοίχο: Θέλω να γίνω αυτό που ήμουν όταν τότε που ήθελα να γίνω αυτό που είμαι τώρα. Η σκιά σου κάτω στον δρόμο βαδίζει πιο γρήγορα από σένα. Σε πιάνει μια μανία και θες να την πατήσεις, να χοροπηδήσεις πάνω της, να την κάνεις μικρά χάρτινα κομματάκια. Α! Χαρτί! Τι ωραία που θα ήταν αν τα σπίτια μας ήταν άδεια, κενά, με άσπρους τοίχους. Τότε θα μπορούσαμε να φτιάξουμε χάρτινα σκηνικά για να το ντύσουμε και θα τ' αλλάζαμε κάθε μήνα ή και πιο συχνά, αν τα βαριόμασταν. Θα είχαν και χρώματα, φωτεινά χρώματα, όλα τα χρώματα που υπάρχουνε στον κόσμο, ακόμη και τα χρώματα εκείνα που το μάτι μας δεν βλέπει. Σαν την πολύχρωμη εσάρπα μου. Μα τι ωραία που απλώνεται πάνω στα χέρια μου! Είναι σαν να 'χω φτερά, φτερά πολύχρωμα κι ενωμένα σ' όλο τους το μήκος με το σώμα. Αυτή είναι η ομορφιά.
Κάνε πως δεν σε βλέπουν και πέτα με τη σκιά σου.