Αυτές τις
μέρες ακολουθώ τους παράξενους ανθρώπους της πόλης.
Τους
γνωστούς και οικείους. Τους άγνωστους και μυστηριώδεις…
Τους
δίδυμους του κρατικού θεάτρου. Τα όμορφα
αγόρια του κρατικού. Μπορεί να μεγάλωσαν πια αλλά το χαμόγελο τους είναι ακόμη
αγορίστικο.. Τα μάτια τους λάμπουν και χαίρεσαι τόσο να τους βλέπεις, που αν
καμιά φορά δεν δεις τον έναν από τους δύο η καρδιά σου παγώνει. Ανησυχείς. Κι
όταν τους ξαναδείς ψάχνεις πάνω τους το σιδερωμένο πουκάμισο τα καλοχτενισμένα
μαλλιά για να σταματήσεις να ανησυχείς.. Κι ας μη τους ξέρεις. Κι ας μη τους
μιλήσεις ποτέ. Μόνο το γεια. Εκείνο το γεια που χρόνια τώρα το αναζητάς, το
επιδιώκεις. Χωρίς να ξέρεις το γιατί. Στο κάτω, κάτω δεν χρειάζεται. Είναι οι
δίδυμοι του κρατικού.
Εκείνη τη
γιαγιά του υπουργείου, στρουμπουλή και ροδαλή πάντα με μαύρα και πάντα με
μαντήλι στο κεφάλι. Να σκουπίζει τα πεσμένα φύλλα έξω από το διοικητήριο στην
Αγ. Δημητρίου και μετά να κοιμάται στο πλαϊνό πεζούλι με το μεγάλο μπόγο της σχεδόν
όρθια. Χρόνια την έβλεπα και μερικές φορές έκανα το γύρο μόνο και μόνο για να
μη πατήσω στα φύλλα που μάζευε και της χαλάσω τη δουλειά. Εκείνη βιαστική και
με το κεφάλι σκυμμένο μόνο σκούπιζε. Έχω χρόνια να τη δω, ελπίζω εκεί που
είναι πια να κοιμάται πάνω σε μαλακά φύλλα δέντρων αέρινη και ευτυχισμένη.
Την κυρία
που κυκλοφορεί με το καρότσι και με μια κούκλα σαν μωρό. Δεν μπορώ καν να
φανταστώ γιατί. Δεν θέλω, έχει την κούκλα σκεπασμένη με κουβέρτα και την κάνει
βόλτα εκεί γύρω στη Ναυαρίνου. ‘Εχει και κούκλες στο καρότσι για παιχνίδια
στην κούκλα – μωρό. Τη φαντάζομαι στο σπίτι της να το ταϊζει να το κοιμίζει να
το νανουρίζει. Και να το αγαπάει. Σαν ζωντανό. Σαν παιδί. Σαν δικό της.
Στη γειτονιά
μου είναι μια κυρία με δέρμα σαν χαρτί.. τα μαλλιά της μαύρα σαν κοράκια και το
δέρμα της από το μακιγιάζ σαν πορσελάνινο. Φοράει πάντα μαύρα παλιακά γυαλιά,
ζιβάγκο και σακάκι κόκκινο. Το κραγιόν της είναι πάντα πολύ πάνω από τα όρια
των χειλιών της. Περπατά αργά σαν να προσπαθεί να μη σπάσει και δεν γυρίζει
ποτέ δεξιά ή αριστερά. Ούτε όταν περνά
τον δρόμο. Είναι σαν να ανησυχεί μήπως δει κάποιο βλέμμα αποδοκιμασίας. Και
συγχρόνως είναι σαν να απαξιεί. Για όλα. Και για όλους.
Ο τεράστιος
μελαχρινός τύπος με τα κουρελιασμένα ρούχα και τα τρύπια παπούτσια, ο Μιχάλης
που μύριζε πάντα και που γέρασε κι αυτός, η παράξενη γυναικεία φιγούρα στα
λεωφορεία ψηλή και σκοτεινή και θυμωμένη που έχω καιρό να δω, η γιαγιά στην
ευζώνων που περίμενε πάντα το γράμμα του αγαπημένου της.. ‘Ανθρωποι στις πτυχές
της πόλης και στα σκοτεινά της σημεία..
Πολλές φορές
θέλω να ακολουθήσω πολλούς. Να δω που πηγαίνουν. Που ζουν. Αλλά πάντα κάτι με
σταματά. Μάλλον η αντανάκλαση του βλέμματος μου στα μάτια τους, που μου
υπενθυμίζει το εύθραυστο της ψυχής όλων μας…
στις φωτογραφίες απεικονίζονται οι δικοί μου παράξενοι άνθρωποι, αυτοί της καθημερινότητας μου, οι φίλοι μου.