Κι εκεί που είχα πει πως δε θα έκανα τίποτα όλο το απόγευμα
– ένα ολόκληρο απόγευμα μόνο για το δωμάτιο του και μενα- σκέφτηκα να γράψω σε
ένα ημερολόγιο. Κάποιες σκέψεις, κάποιες σκόρπιες υποχρεώσεις που αν δεν τις
γράψεις τις ξεχνάς και κάθε φορά που πετάς τα σκουπίδια το πρωι πριν πας στη
σχολή στις 9 το πρωι βρίζοντας από μέσα σου τις θυμάσαι και τότε θυμώνεις ακόμη
περισσότερο και θες να γυρίσεις σπίτι να βγάλεις τα ρούχα σου, να βάλεις τις
πυτζάμες σου ή πυζάμες σου δε ξέρω πως τις λένε –ποτέ δε θα μάθω- και θες να
αρχίσεις να καθαρίζεις το μικρό σου δωμάτιο, ακόμη και τη κουζίνα γιατί φτάνει
πια, η εξεταστική τελείωσε πρέπει να βάλεις μια τάξη, κάποιους κανόνες!
Τέλος στα μακρινά πρωινά με τους ατελείωτους καφέδες στο
χέρι, χωρίς πρωινό γιατί βαριέσαι να ανέβεις στο πάνω σπίτι και να φτιάξεις ένα
τοστ, απλά βαριέσαι πολύ και θες να έρθει εκείνος και να σου φέρει ένα κρουασάν
σοκολάτας να σε φιλήσει και να σου πει: καλό διάβασμαα, αλλά όχι ποτέ κρουασάνν
σοκολάτας τα πρωινά, μόνο τοστ με τυρί και βούτυρο, πολύ βούτυρο.
Δε θα γράψω ημερολόγιο τελικά, το αποφάσισα. Καλύτερα να
γράψω σε ένα κομμάτι Wordκαι μετά να εξαφανιστούν όλες μου οι σκέψεις και επιτέλους
να δω το καινούριο επεισόδιο Girls γιατί επιτέλους πρέπει να μάθω τη συνέχεια. Και κανονίζεις
να φας έξω βράδυ με φίλους σου και σκέφτεσαι πως έχει περάσει καιρός, πολύς
καιρός και ούτε καν έχεις καταλάβει πόσο καιρό φοράς τις μεγάλες κόκκινες σου
κάλτσες μέσα στο σπίτι, που είναι δώρο χριστουγεννιάτικο φυσικά και δε θες να
τις βγάλεις γιατί νιώθεις ωραία και θες να κοιμηθείς λίγο ακόμα, αλλά όχι,
έχεις πρόβα και πρέπει να μη ξεχάσεις να πάρεις το κόκκινο σου κραγιόν που
τελικά μετατρέπεται σε liposan γιατί λερώνει τη φόρμα σου και έτσι κι αλλιώς δε σου
χρειάζεται, πρόβα είναι, όχι η κανονική παράσταση που σε αγχώνει αλλά ξέρεις
ότι θα αγαπήσεις πολύ.
Και τελικά βγαίνεις από το σπίτι εκείνου, και είναι όλα
άσπρα έξω και θες να τρέξεις! να φωνάξεις πως έχει χιόνι παντού, στα
αυτοκίνητα, στα δέντρα, δειλά-δειλά πιάνεις ένα κλαδί και το αφήνεις να
ταλαντευτεί και γελάς μόνο εσύ με το χαρούμενο χιόνι που πέφτει πάνω σου και
όχι ο κύριος που είναι κι αυτός στη στάση του λεωφορείου και κρυώνει όπως κι
εσύ. Και κοιτάς τον ουρανό και δεν πιστεύεις πως βλέπεις νιφάδες να πέφτουν και
είναι τόσο όμορφα και ωραία και δε θες να μπεις στο ήδη ερχόμενο λεωφορείο
γιατί θες να δεις κι άλλο, να χορτάσεις κι άλλο αυτό το παράξενο στοιχείο της
φύσης, τη νιφάδα. Που από τη στιγμή που γεννιέται, πεθαίνει. Εκτός κι αν είναι
πολύ χοντρή και κρατήσει για κανα-δυο ώρες. Ποτέ δε ξέρεις, ήλπιζες να το
στρώσει αλλά δε θα μπορούσες να δώσεις το τελευταίο σου μάθημα! Τι κρίμα, του
χρόνου!
Και πας μια βόλτα με φίλους και χαίρεσαι για το τσάι γιασεμί
και το μεγάλο τραπέζι στο οποίο κάθεστε όλοι μαζί σαν να έχετε συγκεντρωθεί για
ένα σοβαρό δείπνο και κανείς δεν είναι σοβαρός και όλοι σκέφτονται τον
μεσημεριάτικο ύπνο που θα ευχαριστηθούν όταν γυρίσουν σπίτι, το μεσημέρι. Και
όλοι χαμογελούν κι εσύ κοιτάς έξω από τη σιδερένια πόρτα και βλέπεις ήλιο και
στενοχωριέσαι λιγουλάκι γιατί ξέρεις πως αυτό ήταν για φέτος το χιόνι, φτάνει
δεν έχει άλλο.
Και πας σπίτι σου, εύχεσαι καλή επιτυχία σε εκείνους που
συνεχίζουν να δίνουν, σκέφτεσαι μήπως μπορέσεις τελικά να ξεκλέψεις μια πρόβα
για να πας σε εκείνη τη θεατρική παράσταση που θες τόσο να δεις και
σ’ενδιαφέρει. Και τρως ωραία, μακρόστενα, πράσινα φασολάκια και πέφτεις για
ύπνο. Και το στρώμα σε καταλαβαίνει τόσο πολύ και σε λατρεύει και το λατρεύεις
κι εσύ και αρχίζεις να βλέπεις όνειρα σχετικά με το βιβλίο που διαβάζεις κάθε
βράδυ για να σε πάρει ο ύπνος.