«Ο πολιτισμός δεν ακυρώνει τη βαρβαρότητα, αλλά σε πολλές περιπτώσεις την επικυρώνει. Όσο πιο πολιτισμένος είναι ένας λαός, τόσο πιο βάρβαρος και καταστροφικός μπορεί να είναι».
Ο θάνατος του Ουμπέρτο Έκο αντηχεί σε πολλούς από μας που έχουμε διαβάσει έστω κι ένα μυθιστόρημα ή δοκίμιό του ως ένα πλήγμα στην παγκόσμια πολιτισμική κληρονομιά κι αυτό δίχως υπερβολή. Ο άνθρωπος που καταδίκασε τη μαζική κουλτούρα ως «αντικουλτούρα» γεννήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1932 στην ιταλική πόλη Αλεσάντρια του Πιεμόντε, 90 χιλιόμετρα έξω από το Τορίνο. Παρά τις πιέσεις του πατέρα του να γίνει δικηγόρος, ο Έκο έδειξε από μικρός έφεση στη φιλοσοφία, ακολουθώντας εν τέλει σπουδές στη Μεσαιωνική Φιλοσοφία και Λογοτεχνία. Σε ηλικία 22 ετών έλαβε το διδακτορικό δίπλωμα με τη διατριβή του να έχει θέμα «Ζητήματα αισθητικής στον Θωμά Ακινάτη, ενώ εκείνη την περίοδο στράφηκε από τον Καθολικισμό στην αθεΐα.
«Όταν οι άνθρωποι σταματούν να πιστεύουν στον Θεό δεν σημαίνει ότι δεν πιστεύουν πια σε τίποτα. Πιστεύουν στα πάντα».
Μετά τις σπουδές του ξεκίνησε να εργάζεται μέχρι με τα 27 του χρόνια στο κρατικό ιταλικό κανάλι RAI, ενώ αργότερα ανέπτυξε το ενδιαφέρον του στη γλωσσολογία και τη σημειωτική. Το 1965 διετέλεσε καθηγητής Οπτικών Επικοινωνιών στη Φλωρεντία και έναν χρόνο μετά, εξελέγη καθηγητής Σημειολογίας στο Μιλάνο. Πέντε χρόνια αργότερα, έγινε τακτικός καθηγητής Σημειολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μπολόνια.
«Σήμερα μόνο οι ηλίθιοι κάνουν δικτατορίες με τανκς, από τη στιγμή που υπάρχει η τηλεόραση».
Ο ίδιος είχε παραδεχτεί ότι στα πρώιμα χρόνια της συγγραφικής του πορείας δεν θεωρούσε ιδιαίτερα σοβαρή τη συγγραφή μυθιστορημάτων, κάτι για το οποίο φαίνεται πως μετάνιωσε όταν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '70 άρχισε να γράφει
Το Όνομα του Ρόδου που ολοκληρώθηκε το 1980. Το πρώτο του μυθιστόρημα έκανε ανέλπιστα μεγάλη επιτυχία πουλώντας εκατομμύρια αντίτυπα ανά τον κόσμο.
«Μου φτάνει που ξέρω να διαβάζω, διότι με αυτό τον τρόπο μαθαίνω πράγματα που δε γνωρίζω, ενώ όταν γράφω , γράφω μόνο αυτά που ξέρω ήδη».
Το 1988 ολοκλήρωσε το δεύτερο μυθιστόρημά του που φέρει τον τίτλο
Το Εκκρεμές του Φουκώ, ενώ ακολούθησαν Το νησί της προηγούμενης ημέρας (1994), Μπαουντολίνο (2000), Η μυστηριώδης φλόγα της βασίλισσας Λοάνα (2004), Το κοιμητήριο της Πράγας (2010) και το Φύλλο Μηδέν που κυκλοφόρησε το 2015 από τις Εκδόσεις Ψυχογιός.
«Δεν υπήρξα ποτέ από εκείνους τους θεωρητικούς που λαχταρούν μια ζωή να γράψουν κάτι λογοτεχνικό. Εγώ αντιλαμβανόμουν τον εαυτό μου ως πιο προχωρημένο από τους λογοτέχνες, επειδή ακριβώς έγραφα θεωρητικά δοκίμια. Κι όταν στα 48 μου έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα και στη συνέχεια τα υπόλοιπα, δεν άλλαξα. Συνεχίζω να αισθάνομαι όπως ένας αθλητής ποδηλάτης, ο οποίος που και που οδηγεί αυτοκίνητο».
Καταβεβλημένος από τον καρκίνο και σε ηλικία 84 ετών, ο Ουμπέρτο Έκο άφησε την τελευταία του πνοή στις 23.30 το βράδυ (ώρα Ελλάδος) της 19
ης Φεβρουαρίου στο σπίτι του στο Μιλάνο, ξεκινώντας το δικό του ταξίδι προς την αιωνιότητα. Ο Έκο δεν έκρυψε ποτέ τις αριστερές του πεποιθήσεις. Η εφημερίδα La Repubblica έκανε λόγο για τον άνθρωπο «που γνώριζε τα πάντα», ενώ ο συγγραφέας, κριτικός λογοτεχνίας και μαρξιστής πολιτικός, Αλμπέρτο Αζόρ Ρόζα, τόνισε ότι «έκανε γνωστή την Ιταλία σε όλο τον κόσμο». Δίχως αμφιβολία, η ζωή, τα έργα και το βλέμμα του Ουμπέρτο Έκο για τον κόσμο αφήνουν μια τεράστια παρακαταθήκη για τις νεότερες γενιές, τις ανθρωπιστικές επιστήμες και όχι μόνο.