To Όσκαρ ξενόγλωσσης (ή απλά
“ξένης”) ταινίας αποτελεί παραδοσιακά μία από τις δυσκολότερα προβλέψιμες
κατηγορίες του αμερικάνικου διαγωνισμού βράβευσης ταινιών. Ίσως θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί και η πιο “εξωθεσμική” κατηγορία της βραδιάς, μιας και οι ταινίες
που την απαρτίζουν αποτελούν δημιουργήματα εθνικών κινηματογράφων (απαραιτήτως
μη αγγλόφωνα), οι οποίες έχουν βρει διανομή και έχουν προβληθεί στη χώρα τους. Σίγουρα
πάντως το ύψιστο κριτήριο που διακατέχει σχεδόν την πλειοψηφία των βραβείων της
λαμπερής (κατά πολλούς φανταχτερά κενής) τελετής βράβευσης, αυτό της
εμπορικότητας, μοιάζει να μπαίνει ελαφρώς σε δεύτερη μοίρα, αφού οι
περισσότερες εκ των υποψηφίων, είναι προβεβλημένες σε μεγάλα, διεθνή Φεστιβάλ (με
αυτά των Καννών πρωτίστως και του Βερολίνου στη συνέχεια να έχουν τα πρωτεία), σπανίως
σπάζουν ταμεία και συνήθως ικανοποιούν τους πιο απαιτητικούς, περισσότερο
εξοικειωμένους με την έννοια “παγκόσμιο σινεμά” θεατές. Φέτος, οι προτάσεις των
χωρών έφτασαν αισίως τις 83, με τη Μάλτα, τον Παναμά, το Κόσοβο και τη
Μαυριτανία να εκπροσωπούνται για πρώτη φορά. Οι εννιά ταινίες που θα
διεκδικούσαν μια θέση στην τελική πεντάδα έκρυβαν δύο βασικές εκπλήξεις. Ο
λόγος για το “Winter Sleep”,μακρόσυρτο διαλεκτικό έπος του Νούρι Μπιλγκέ Τζεϋλάν, το οποίο νωρίτερα
κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, ή το αποπνικτικά ρεαλιστικό (για πολλούς
από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς) “Δυο Μέρες, μια Νύχτα” των αδελφών
Νταρντέν, το
οποίο όμως δικαίως απέσπασε την υποψηφιότητα του Ά γυναικείου ρόλου για την
υπέροχη ερμηνεία της Μαριόν Κοτιγιάρ. Τέλος, ίσως τη σημαντικότερη “αδικία” της
τελικής πεντάδας αποτελεί η μη επιλογή του αφόρητου οικογενειακού δράματος του
Ρούμπεν Έστλουντ, της “Ανωτέρας Βίας”.
Μιας εκπληκτικής ταινίας-σοκ, που σκάβει
βαθιά στις ανθρώπινες σχέσεις, μονό και μονό για να ανακαλύψει το χάος που
κουκουλώνεται άτεχνα από βιωματικές κοινωνικές συμπεριφορές.
Περιμένοντας με ανυπομονησία την τελική
βράβευση (χωρίς άμεσο ελληνικό ενδιαφέρον, εξ αιτίας της μη επιλογής της
“Μικράς Αγγλίας” του Παντελή Βούλγαρη) ας δούμε λίγο πιο αναλυτικά καθεμιά από
τις φετινές υποψηφιότητες:
Ida (Πολωνία)
Αποτελεί και ένα από τα φαβορί για το
αγαλματίδιο. Η όμορφη ταινία του Πάβελ Παβλικόφκι, διαδραματιζόμενη στην
Πολωνία του 1960, έχει ως πρωταγωνίστρια μια δεκαεφτάχρονη υποψήφια μοναχή, η οποία
πριν δώσει τους μη αναστρέψιμους θρησκευτικούς όρκους της, πηγαίνει να βρει (καθ΄
υπόδειξη της ηγουμένης) την μοναδική συγγενή που της έχει απομείνει. Μια
γυναικά γκρεμισμένη, αλκολική, με σκοτεινό παρελθόν. Μάζι θα ξεκινήσουν ένα
ταξίδι αναζήτησης, ενηλικίωσης, ίσως και λύτρωσης, μέσα στον άχρωμο, αποχαυνωμένο
εφησυχασμό της Pax Sovietica. Oσκηνοθέτης, προσεγγίζοντας επιδέξια τον τόπο και το χρόνο (μοιάζει
περισσότερο με αριστούργημα της εποχής, παρά με σύγχρονο φιλμ), καδράρει τα
πρόσωπα στις γωνιές της εικόνας, σαν αυτή να θέλει να εστιάσει κάπου άλλου -χωρίς
βέβαια αυτό να συμβαίνει- μετατρέποντας του ήρωες του σε αναγεννησιακές μορφές.
Καθολικισμός και αντισημιτισμός περιπλέκονται σε ένα πικρό χειμωνιάτικο καμβά, τόσο
απόμακρο και παγωμένο που θυμίζει φιλμ κλασικής πολωνικής σχόλης. Οι μνήμες του
παρελθόντος φτάνουν σε σημείο να λεκιάσουν την απολυτότητα της νιότης και οι
αμφίσημες συμπεριφορές όλων των χαρακτήρων (κυρίως των υποστηρικτικών ρόλων) μας
καθιστούν συνενόχους. Η ταινία, πέρα από ίσως την καλύτερη φωτογραφία της
χρόνιας, διαθέτει ακόμη ένα ισχυρό όπλο. Την συγκρατημένη, αλλά ταυτόχρονα βαθιά
συναισθηματική ερμηνεία της Άγκατα Τρεμπούτσοφσκα, η οποία καταφέρνει να
σαγηνέψει με το υπέροχα μελαγχολικό πρόσωπο-τοπίο (θυμίζοντας έντονα πίνακα του
Βερμέρ) αλλά και με τα κατακόκκινα λυτά μαλλιά της, που απλώς θα φανταστούμε
και δεν θα δούμε ποτέ.
Leviathan (Ρωσία)
Το αντίπαλο δέος της “Ida” αποτελεί το τελευταίο
δημιούργημα του σκηνοθέτη της “Επιστροφής” Αντρέι Σβιάγκνιτσεφ. Το
“Λεβιάθαν” (ή σωστότερα “Λεβιάφαν”) αποτελεί μια βασανιστική ανασύνθεση της
δοκιμασίας του Ιώβ, μέσω μιας ιστορίας δύσοσμης, που ξεχειλίζει απόγνωση, διαφθορά
και μηδενιστικό, σαρωτικό μεγαλείο. Ευρυγώνιες λήψεις και πλάνα που μόνο η
ρώσικη σχολή ξέρει να γυρίζει, ατέλειωτες αναφορές (από Ταρκόφσκι και
Ντοστογιέφσκι, μέχρι ιταλικό νεορεαλισμό και θρησκευτικό υπαρξισμό) και
διάσπαρτα αυθεντικά τραγικωμικά στοιχεία. Ο Σβιάγκνιτσεφ, γιορτάζει το σινεμά
που θέλουμε να έχουμε, πάνω στο ημιθανές κουφάρι μιας χώρας που εδώ και καιρό
έχει αρχίσει να αποσυντίθεται. Με σενάριο στα καλύτερά του, εικόνες που μένουν
χαραγμένες στη μνήμη και ατέλειωτες πνευματικές, υπαρξιακές και ρεαλιστικές
συγκρούσεις, η ταινία μεταδίδει μια απίστευτη ενέργεια, μοιάζοντας με καζάνι
έτοιμο να εκραγεί. Πρόκειται για ένα φιλμ πλήρες, μεγαλόπρεπο και απύθμενα
αιρετικό, που κάνει ότι ακριβώς θα έπρεπε να κάνει ο κινηματογράφος. Παρότι
κέρδισε τη Χρυσή Σφαίρα (προπομπός των βραβείων) κι εκθειάστηκε σχεδόν από το
σύνολο των κριτικών, εντούτοις θεωρήθηκε “προσβλητική για τους Ρώσους” σε
τέτοιο σημείο ώστε το Channel
One, που έχει τα δικαιώματα της απονομής των Όσκαρ, δεν
έχει προγραμματίσει τη ζωντανή μετάδοσή τους προτιμώντας να αποφύγει τον
αιφνιδιασμό των ζωντανών σχολίων σε περίπτωση νίκης. Μόνο θλίψη μπορεί να σε
γεμίζει αυτο. Πικρή θλίψη, για μια χώρα που μαθαίνει σιγά σιγά (ίσως πάλι να το
γνώριζε από πάντα) να πυροβολεί τα πορτρέτα όχι των πολιτικών και των
διεφθαρμένων κληρικών, αλλά αυτά των σπουδαίων καλλιτεχνών και πνευματικών
οραματιστών της.
Relatos Salvajes (Αργεντινή)'
Πανέξυπνο φιλμ, βγαλμένο απ ευθείας μέσα
από τη μαύρη καρδιά της χώρας που αντιπροσωπεύει. Το έργο του Ντάμιαν Σίφρον
παραθέτει έξι μικρές ιστορίες (όλες γραμμένες από τον ίδιο) οι οποίες έχουν
έναν κοινό προορισμό: την εκδίκηση. Γεμάτες καταπιεσμένη οργή, μοιάζουν με
οράματα μιας κοινωνίας στα όριά της, μιας Αργεντινής που έχει φτάσει στο τέρμα
της διαδρομής. Το σκηνοθετικό στίγμα του συμπαραγωγού Πέδρο Αλμοδόβαρ είναι
εμφανέστατο, προσδίδοντας στο φιλμ μια αυθεντική κωμική και συνάμα τρομακτική
απόχρωση.
Οι πλοκές μοιάζουν βγαλμένες από εφιάλτη, σατιρίζοντας ταυτόχρονα τη
διαφθορά του συγκειμένου, καθώς οι ήρωες, αυτοπροσδιοριζόμενοι από τη βια και
την καταπίεση, παραδίνονται στην απώλεια και την παράνοια της εκδίκησης. Οι
σκηνές, οι σκέψεις και η σκηνοθετικές αντηχήσεις, φέρνουν στο νου την ατέλειωτη
πορεία αλλοφροσύνης ενός καταπληκτικού Μάικλ Ντάγκλας στο “Ξεχωριστή Μέρα” του
Τζόελ Σουμάχερ, καταφέρνοντας όμως εδώ, να διαχωρίσουν καλύτερα την ιδεολογία
της, από αυτήν της ταινίας του 1993, στοχάζοντας καταλυτικά πάνω στη καταπίεση,
τη διαμαρτυρία, την οριστική έκρηξη. Τελικά, η απόλυτη λύτρωση μπορεί να μην
βρίσκεται και πολύ μακριά από την ολοσχερή ισοπέδωση.
Timbuktu (Μαυριτανία)
O Αμπντεραμάν Σισακό, πλανοθετεί
με λυρισμό, μεταφέροντάς μας στη χωρά του Μάλι και συγκεκριμένα στην πρώτευσα
Τιμπουκτού, προσπαθώντας να αφηγηθεί τα προβλήματα, τον θρησκευτικό
ολοκληρωτισμό, την καταπίεση (κυρίως των γυναικών), αλλά παράλληλα και τον
πλούτο παραδόσεων, χρωμάτων και μουσικής, μιας τόσο όμορφης χώρας που δείχνει
ξεκάθαρα να έχει χάσει τον προσανατολισμό της. Η ταινία είναι σχεδόν βέβαιο ότι
θα αρέσει, αφού μπορεί να συνδυάσει εύστοχα τη μαγεία των ποιητικών εικόνων, τις
σπαρακτικές στιγμές και τους (εμφανείς και σχεδόν διεκπεραιωτικούς είναι η
αλήθεια) συμβολισμούς. Ίσως η σοβαρότερη αστοχία της έγκειται στην αδυναμία να
συνεπάρει και να ταυτίσει τελικώς το θεατή με το δράμα, καθώς η αφηγηματική της
πρώτη ύλη, αποπνέει έντονο διδακτισμό και ρήχη δραματική φόρμα, στοχεύοντας
ολοκάθαρα στο συναίσθημα. Χωρίς να γίνει σχεδόν ποτέ αιχμηρή σε αφήνει με μια
ημιτελή, ανικανοποίητη αίσθηση, παρότι οι εμπνευσμένες σκηνές της ερήμου, ή των
πολύπαθων γυναικών (που υπακούοντας στο φονταμενταλιστικό παραλήρημα των
τζιχαντιστών πρέπει να καλύπτουν ακόμη και τα χέρια τους με γάντια), κόβουν την
ανάσα.
Tangerines (Εσθονία)
Στην πρώτη της υποψηφιότητα για το
βραβείο ξένης ταινίας, η Εσθονία εμφανίζεται μια ταινία αρκετά γνωστής, ίσως
και εξαντλημένης θεματολογίας, αυτής του εμφυλίου πολέμου μέσα στις χώρες της
πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Η ταινία του Ζάζα Ουρουσάζε μας πάει πίσω στο 1990, για
να αφηγηθεί τον πόλεμο της Γεωργίας. Στην ευρύτερη περιοχή της Αμπχαζίας, δυο
Εσθονοί θα ξεμείνουν σε ένα έρημο χωριό, στην προσπάθεια τους να μαζέψουν μια
σοδειάαπό μανταρίνια που καλλιεργούν. Καθώς η μάχη μεταξύ Γεωργιανών και
ανταρτών μαίνεται, δύο βάρια τραυματίες από τα αντίθετα στρατόπεδα θα ξεμείνουν
πίσω, αναγκάζοντας τον έναν από τους δυο αγρότες (στέρεη, γεμάτη συμπόνια και
σοφία η ερμηνεία του Λέμπιτ Ούλφσακ) να τους περιθάλψει κάτω από την ίδια στέγη.
Περιεκτικό και συνοπτικό, αλλά παράλληλα
εύστοχα συγκινητικό, το αντιπολεμικό δράμα του Εσθονού σκηνοθέτη -ο οποίος
υπογράφει και το σενάριο- καταφέρνει ρίχνοντας βαρύτητα σε ελάχιστους
χαρακτήρες, να μεταδώσει τη σκέψη και την τραγικότητα μιας ολόκληρης περιοχής
και τον ανθρώπων της. Αυτών που βρίσκονται ανάμεσα σε διασταυρούμενα πυρά, μιας
σύγκρουσης που ούτε θελήσαν, ούτε στηρίξαν, αλλά παρόλα αυτά τους γέμισε
απώλειες. Η απλοϊκότητα του σενάριου μπορεί να φαντάζει υπονομευτική για τον
εγχείρημα, στην ουσία όμως δεν είναι. Και αυτο συμβαίνει γιατί το φιλμ
κατορθώνει να αγγίξει με την αμεσότητα των σκηνών του, τη μελαγχολία ενός τόπου
που χάνεται, που γκρεμίζεται και παρασέρνει ό,τι βρει μπροστά του, αλλά και τον
χαμένο ανθρωπισμό που μπορεί σε στιγμές να αντισταθεί στη βιαιότητα, αγγίζοντας
ίσως σουρεαλιστικά αυτούς που δεν έχουν ακόμη ολοκληρωτικά χαθεί. Οι αγροτικές
εικόνες ψάχνουν μια ποιητική διέξοδο, όχι όμως και συναισθηματική. Δεν
στοχεύουν στην εύκολη συγκίνηση, έτσι όταν λουστούν από το βίαιο φως των
εκρήξεων, η πρόσκρουση είναι βιαιότερη. Το “Tangerines” μοιάζει να μην χαρίζεται
τελικά σε κανέναν, κάνοντας τον τελετουργικό θρήνο να μοιάζει ως την πιο
λυτρωτική και συνάμα την πιο λογική κατάληξη.
Προβλέψεις
Νικήτης : Ida
Προσωπική επιλογή: Leviathan
Αδικημένος: Force Majeure (Ανωτέρα Βια)