Τη χώρα μας για τρίτη φορά επισκέφθηκε μια από τις διασημότερες και περισσότερο αγαπημένες post rock μπάντες στο Ελληνικό κοινό, οι
God is an Astronaut. Η ακυρωθείσα συναυλία του Μαΐου, λόγω του σοβαρού τραυματισμού του drummer τους, πραγματοποιήθηκε τελικά την τελευταία ημέρα του Σεπτέμβρη στη Θεσσαλονίκη και την επομένη στην Αθήνα. Η συναυλία των Ιρλανδών, είχε ως support act ένα εγχώριο σχήμα, τους Sugar Factory, που ο γράφων είχε την τύχη να ακούσει και σε ένα Sofar event στις αρχές Ιουλίου. Αν μέσα σε λίγες λέξεις μπορούσαμε να περικλείσουμε στο σχεδόν 50 λεπτο σετ τους, θα λέγαμε πως πρόκειται για δυο πολύ ενδιαφέροντες μουσικούς που γράφουν ενός είδος kraut rock που λείπει από τον ευρωπαϊκό χώρο.
Οι Stelreverb (κιθάρες, samples) και Stavros P. (κιθάρες, Μπάσο), έπαιξαν όπως σχεδόν πάντα, με background προβολή από εικόνες ασπρόμαυρων ντοκιμαντέρ των 40's και 50's. Ο ήχος τους, αποτελείται από αρκετά industrial στοιχεία, όσο και αν φαίνεται να προσπαθούν να τον παρουσιάσουν ή να τον ονοματίσουν ως ambient. Τα δύο τελευταία τους κομμάτια, Chamber Music και Cinematic σε trip hop ρυθμούς, ήταν άκρως ξεσηκωτικά και ενδεικτικά του τι μπορούν να καταφέρουν στο μέλλον, αν φυσικά συνεχίσουν να προσπαθούν με τον ίδιο ζήλο. Δυο μικρές αλλά χρήσιμες παρατηρήσεις· Πρώτον, η προσθήκη drummer και η μικρότερη σε έκταση χρήση ηλεκτρονικών (drum machine), θα μπορούσε να προάγει το performance τους σε τελείως άλλο και σαφώς πιο ζωντανό ηχητικό αποτέλεσμα, μιας και ο φυσικός ήχος drums δε μπορεί να συγκριθεί με οτιδήποτε άλλο. (βλ. Cinematic Orchestra). Δεύτερον, αν το στήσιμο τους ήταν αντικριστά στο κοινό και όχι στο πλάι, ίσως το οπτικό αποτέλεσμα να βοηθούσε περισσότερο το κοινό να παρακολουθεί τις κινήσεις των χεριών, κάτι πολύ σημαντικό όταν έχουμε να κάνουμε με στατικούς καλλιτέχνες σε ζωντανές εμφανίσεις. Η επιλογή πάντως των
Sugar Factory, νομίζω πως ήταν η ιδανική και ταίριαζε απόλυτα με τους Ιρλανδούς που παρέλαβαν τη σκυτάλη κάπου στις 22:30.
Στο main theme της βραδιάς λοιπόν, οι
God Is an Astronaut που παρότι είχαν τσεκάρει τον ήχο τους το μεσημέρι της Παρασκευής, επανήλθαν και ξόδεψαν τουλάχιστον 30 λεπτά μετά το support, για να σιγουρευτούν πως όλες οι λεπτομέρειες βρίσκονται στην εντέλεια. Μια κίνηση, που σχεδόν με έπεισε για το πόσο ποιοτικό πρόκειται να είναι αυτό που θα ακούγαμε σε λίγη ώρα, όλοι όσοι παρευρεθήκαμε στο σχεδόν ασφυκτικά γεμάτο Fix Factory of Sound. Το instrumental rock δεν είναι το είδους της rock που προσφέρεται για προσποιήσεις και εντυπωσιασμούς από τους performer. Αντιθέτως, είναι το είδος που οποιοδήποτε λάθος, θα φανεί σε υπερθετικό βαθμό. Είναι το είδος που παρότι οι στίχοι απουσιάζουν, παραμένει συγκινητικό, ανατριχιαστικό και επικό. Οι Ιρλανδοί κάνουν πολύ καλά αυτό στο οποίο έχουν εξειδικευθεί στις στουντιακές τους ηχογραφήσεις και φυσικά στις ζωντανές. Απομονώνουν τα πάντα γύρω σου και σε αφήνουν μόνο ανάμεσα στους ήχους των pedals της κιθάρας, των καταιγιστικών drums και φυσικά αυτής της απόκοσμης ατμόσφαιρας που αξίζει να ζήσεις ξανά και ξανά, όσες περισσότερες φορές μπορείς.
Echoes (2008) και Fragile (2005) ήταν τα κομμάτια που θα μου μείνουν αξέχαστα από τη συγκεκριμένη βραδιά, λόγω του τρόπου που οι Ιρλανδοί τα έπαιξαν και έδειχναν να τα νιώθουν εκείνες τις στιγμές. Κατά τα άλλα, αν και δεν κατάφερα να συγκρατήσω τους τίτλους των κομματιών που οι ίδιοι είπαν πως παίζουν για πρώτη φορά σε live τους, προς χάριν του Ελληνικού κοινού, ακούσαμε ένα μεγάλο μέρος του περυσινού τους και τελευταίου δίσκου, Helios I Erebus. Ιδιαίτερη εντύπωση, μου έκανε η σε στιγμές sway κιθάρα του Torsten Kinsella, που βρισκόταν στα δεξιά της σκηνής και έσπαζε τη συνεχή σκληράδα του ήχου τους, με τρόπο εξιλεωτικό. Στο τεχνικό κομμάτι, ο στο κέντρο της σκηνής τοποθετημένος Jamie Dean, μας έκανε να νομίζουμε πως ακουμπάει τα πλήκτρα του synthesizer αν και τελικά έπαιζε με τις πεταλιέρες για να δώσει τους ηλεκτρονικούς ήχους που ακούγαμε και μάταια προσπαθούσαμε να καταλάβουμε πως προέκυπταν. Μια από τις μαγικές κινήσεις ρύθμισης ήχου, ήταν και τα κλειδιά της κιθάρας που εν μέσω των κομματιών γυρνούσε ο Jamie, προσπαθώντας να εκμεταλλευτεί όλες τις δυνατότητες της κιθάρας του, παρότι ταυτόχρονα, με το άλλο χέρι πατούσε τα πλήκτρα του moog.
Το συγκρότημα, έπαιξε μουσικές που κινήθηκαν από τα όρια της cinematic και της ambient έως τη metal και όλα τα noisy παρακλάδια της. Αν και οι συμπάθειες μας δεν βρίσκονται 100% σε αυτές τις μουσικές, οι
God is an Astronaut κατάφεραν να κρατήσουν το ενδιαφέρον μας τόσο ζωντανό και αμείωτο, καθ' όλη τη διάρκεια της συναυλίας και εδώ ακριβώς είναι το μεγαλείο αυτής της μπάντας. Πως άλλωστε μπορεί να μείνει κάποιος αδιάφορος, όταν μπροστά του ξετυλίγεται ένας καταιγιστικός και μη μετρήσιμος σε bpm ρυθμός από τα τύμπανα του Lloyd Hanney και από το μπάσο του Niels, που λίγο ακόμα θα παρέσερνε και τους τοίχους του Fix; Παράνοια και χάσιμο, οι δυο λέξεις για να περιγράψει κανείς το πως έκλειναν τα τραγούδια τους, που πραγματικά δεν θέλαμε να τελειώσουν και παραμέναμε ακούγοντας αποσβολωμένοι. Παρέλειψα να πω για τον άριστα συνδεδεμένο με την ατμόσφαιρα φωτισμό, με τον οποίο η μουσική τους ενώνεται για να μείνει για πάντα χαραγμένη μέσα σου.
Όταν μια ομάδα μουσικών καταφέρει να σε κάνει να αναζητάς και να βρίσκεις με δυσκολία τις λέξεις για να μεταφέρεις την εμπειρία σου μαζί τους, τότε έχει πετύχει τον σκοπό της: Να σε μεταφέρει σε μια άλλη κατάσταση – βαθμίδα συνείδησης (state of consciousness), που όντως δεν περιγράφεται με τους υπάρχοντες λεκτικούς όρους. Εν κατακλείδι, οι
God is an Astronaut δημιούργησαν τον ηχότοπο που όλοι μας πρέπει να ζήσουμε έστω και μια φορά στη ζωή μας. Δεν
ξέρω αν γνωρίζουν τη σημασία της αρχαίας Ελληνικής λέξης «Κάθαρσις», όμως κάπως έτσι πρέπει να ένιωθαν και οι πρόγονοι μας, φεύγοντας από μια θεατρική παράσταση των χρόνων εκείνων.
Υ.Γ.: Και επειδή η κομμένη ανάσα της Παρασκευής δεν αρκούσε, το ΣΚ είχε μόνο μουσικές από GIAA.
Ο Μιχάλης Αποστόλου είναι ραδιοφωνικός παραγωγός