Με αφορμή την παράσταση “Τα Παπούτσια του Βαρύτονου” , που
βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Δημήτρη Μπασλάμ, και που ανεβαίνει από 20
Δεκεμβρίου και για 10 μόνο παραστάσεις στο Black Box, συνομιλήσαμε με τον Δημήτρη Μπασλάμ και με τον
σκηνοθέτη – χορογράφο της παράστασης, Δημήτρη Σωτηρίου, για την μανία με την
τελειομανία που είχε ο βαρύτονος κύριος Χαρίτονας αλλά και για πολλά άλλα
ακόμη…
Τι πρόκειται να παρακολουθήσουμε
στην παράσταση “Τα Παπούτσια του Βαρύτονου”;
Θα παρακολουθήσετε δύο ερμηνευτές τον Γιώργο Νικόπουλο και τον Δημήτρη
Πολίτη να χορευουν, να αστειέυονται και
να αφηγούνται την ιστορία του Βαρύτονου μέσα σε μία λιτή και απέρριτη φωτιστική
εγκατάσταση.
Με ποιον τρόπο δουλέψατε πάνω στη
σκηνοθεσία του έργου, δεδομένου μάλιστα ότι ο κύριος Σωτηρίου είναι χορογράφος,
και επί σκηνής βλέπουμε δύο performers;
Ο κύριος Σωτηρίου έκανε την Χορογραφία που για την παράσταση μας είναι
η αρχή, η ιδέα, η βάση στην οποια
επάνω προσπαθήσαμε από κοινού μετά να
συμπληρώσουμε τον τρόπο που θα γίνει η αφήγηση της ιστορίας και ίσως την
κυρίαρχη διάθεση του έργου.
Τι είναι αυτό που σας ώθησε να
μεταφέρετε το βιβλίο στη σκηνή; Ποια κρυμμένα χαρακτηριστικά του πιστεύετε πως
τώρα θα αναδειχθούν περισσότερο;
Το δευτερο επίπεδο της ιστορίας. Το ότι όλοι οι χαρακτήρες του έργου
είναι τα χαρακτιριστικά ενός και μόνου ανθρώπου. Η τελειομανία του, ο έρωτας, η
καταπιεσμένη του διάθεση για διασκέδαση, η μοναξιά του, η φιλοσοφία του, ο
εγωισμός του, η μοναξιά.
Υποθέτω, πως για άλλη μια φορά η
μουσική παίζει κομβικό ρόλο στην παράσταση. Ποιος είναι ο ρόλος της;
Είναι αναπόσπαστο κομμάτι της. Είναι η μουσική που θα ακούγανε οι
πρωταγωνιστές της ιστορίας μας. Είναι οι ηχοι των χώρων που κινούνται. Είναι η
διάθεση τους.
Είναι μια παράσταση που, σύμφωνα
με το δελτίο τύπου, απευθύνεται εξίσου σε παιδιά και ενήλικες. Με ποιον τρόπο
επιτυγχάνεται αυτό;
Δεδομένου ότι ουδείς γνωρίζει αυτό που κρατούν τα παιδιά από μία
παράσταση η αισθητική και η διάθεση της παράστασης είναι τέτοια που επιτρέπει
σε μία μεγάλη γκάμα ανθρώπων να την παρακολουθήσει. Σίγουρα το κείμενο θα
δυσκολέψει τα πολύ μικρά παιδιά, θα έλεγα ότι η επικοινωνία του λόγου γίνεται
πολύ καλύτερα σε ηλικίες από δέκα και πάνω.