Τις περισσότερες
ώρες τις περνούσα, όπως και σε όλες τις πόλεις που έμεινα στη ζωή μου, στη
δημόσια βιβλιοθήκη. Ο χώρος είχε μια περίεργη ατμόσφαιρα αιωνιότητας με τις
ξεφτισμένες μοκέτες του και τα τρία διαδοχικά διαζώματα φωτισμένα από το
κίτρινο φως της οροφής. Στο υπόγειο, το οποίο έβλεπα πάντοτε ψηλά από τις
σκάλες, σειρές από ράφια χάνονταν στο βάθος δίνοντας την αίσθηση πως κάποια
βιβλία ήταν πολύ επικίνδυνα και για αυτό έπρεπε να κρατηθούν χιλιόμετρα μακριά μας,
βυθισμένα στο σκοτάδι.
Πήγαινα εκεί
γιατί δεν είχα που αλλού να πάω. Τα γερμανικά δεν τα ήξερα ακόμα καλά και
περισσότερο διάβαζα από ψυχαναγκασμό γυρνώντας τις σελίδες χωρίς σκοπό και
σημειώνοντας σε ένα τετράδιο μεγάλες λέξεις που μου έκαναν εντύπωση. Μου άρεσαν
οι Γερμανοί για πολλούς και διάφορους λόγους. Για τις ατελείωτες σιδηροδρομικές
γραμμές τους, για τα πρησμένα πρόσωπα των μέθυσων στις kneipe. Θυμάμαι κοντά
στο κεντρικό σταθμό το τριώροφο sex shop της Beathe Ushe με τις πολύχρωμες
πλαστικές πούτσες στη βιτρίνα. Θυμάμαι τα τρένα να έρχονται και να φεύγουν και
να αποβιβάζονται τα golden boys του χρηματιστηρίου. Όταν ο συρμός απομακρυνόταν
πάνω στο τοίχο διάβαζες HEROIN UBER ALLES. Ήταν η χώρα της ειλικρίνειας η
Φρανκφούρτη.
Καθόμουν λοιπόν στην
βιβλιοθήκη και γυρνούσα τις σελίδες χωρίς να βγάζω άκρη και τις μέρες του κρύου
θα ερχόταν και κάποιος άστεγος να κάτσει στο θρανίο κρατώντας ένα βιβλίο δήθεν
πως διαβάζει για να ζεσταθεί. Με λύπη μου διαπίστωνα πως οι πραγματικοί
άστεγοι, σε αντίθεση με αυτούς που είχα γνωρίσει στα βιβλία και τον
κινηματογράφο στερούνταν οποιασδήποτε γοητείας, πως δεν ήταν οι ρακένδυτοι
σοφοί γέροντες των παραμυθιών, πως μύριζαν σαν βόθρος. Τους έβλεπα να
περιμένουν με το βιβλίο ανοιχτό στο θρανίο και να αποκοιμιώνται μέσα στο λίκνο
της μπόχας σαν βρέφη, κλείνοντας τα μάτια έστω και για λίγα λεπτά. Και μετά θα
ερχόταν κάποιος φιλότιμος υπάλληλος και να τους σηκώσει ευγενικά για να φύγουν
εκτός κι αν αντιστέκονταν οπότε τους έλεγε πως θα φωνάξει την αστυνομία.
Καταλάβαινα τότε πως ο πολιτισμός έχει και αυτός τα όρια του μέσα στην
κοινωνία. Πως δεν είναι για όλους. Είναι μια πολύ λεπτή γραμμή βέβαια, αυτή που
διαχωρίζει τον πολιτισμό από την ανθρωπιά, αλλά πιστέψτε με υπάρχει.
Στην Γερμανία
έζησα τον πρώτο μου μεγάλο έρωτα, έγραψα το πρώτο μου διήγημα το οποίο όπως και
τα περισσότερα το πέταξα στα σκουπίδια κι έκανα την πρώτη μου απόπειρα
αυτοκτονίας η οποία ευτυχώς εξελίχθηκε σε φιάσκο επειδή μπέρδεψα τα χάπια μου
με τα χάπια της περιόδου της συντρόφου μου. Στη ζωή μου πάντα παρέκκλινα από
την σίγουρη πορεία μου προς το θάνατο με κάποιο τέτοιο γελοίο ατύχημα ή
σύμπτωση. Ας είναι. Καθόλου όλα αυτά δεν άλλαζαν το πως ένιωθα μέσα μου. Το
πάθος μου, τα πυρετικά βράδια μου που σκεφτόμουν τι θα απογίνω αν την χάσω.
Είναι ενός είδους κόλαση ο αληθινός έρωτας, ιδίως αν είσαι νέος και βράζει το
αίμα σου. Όποιοι δεν με καταλαβαίνουν το πιο πιθανόν είναι πως δεν έχουν
ερωτευτεί αληθινά. Όλος ο κόσμος, η κάθε κίνηση του, ο χρόνος που περνούσε,
κάθε μικρή αλλαγή στο στερέωμα ήταν μια απειλή για την ζωή μου. Τα πράγματα
έπρεπε να μείνουν όπως ήταν. Να μείνουμε εγώ κι αυτή μαζί. Για πάντα.
Τέτοια πεισματική
παράνοια έχουν οι έρωτες των νέων και λυπάμαι για όλους αυτούς που κάνουν
διαφημίσεις ή ταινίες και σειρές και βασίζουν την επιτυχία τους στην
εκμετάλλευση αυτού του επικίνδυνου συναισθήματος. Όμως ας μην είμαι και άδικος.
Εδώ που τα λέμε είναι τόσο εύπιστα τα ερωτευμένα θύματα, χωνεύουν με τέτοια
ευκολία, με τέτοια ευήθεια οποιαδήποτε κοινοτοπία και σαχλαμάρα μιλάει για τον
έρωτα ώστε είναι δύσκολο να αποφύγεις τον πειρασμό να τους εξαπατήσεις. Οι
ερωτευμένοι είναι όπως εκείνο το άσχημο πουλί του Μαυρίκιου το Dodo το
οποίο όταν το είδαν οι πρώτοι θαλασσοπόροι που επισκέφτηκαν το νησί, άρχισαν να
το πυροβολούν απορώντας γιατί δεν αντιδρά να σηκωθεί να φύγει. Στο τέλος το
εξολόθρευσαν ολοσχερώς και έτσι μπήκε στα βιβλία μας ως το πιο πρόσφατο
εξαφανισμένο είδος αλλά και ως ένα αιώνιο σύμβολο βλακείας.
Κάπως έτσι είναι και οι ερωτευμένοι, μόνο που όπως όλοι οι ηλίθιοι
στην ανθρώπινη κοινωνία αντί να εξαφανίζονται, πληθαίνουν.
Μόνο καταφύγιο
από τον βάναυσο κόσμο έβρισκα εκεί στην βιβλιοθήκη. Εκεί είχε σταματήσει ο
χρόνος. Εκεί ήμουν ασφαλής. Ανάμεσα στα φαγωμένα χάρτινα εξώφυλλα των
Βι.Περ και τους δερμάτινους τόμους των παραπεταμένων εγκυκλοπαιδειών,
ανάμεσα σε όλες τις ιστορίες που θα μπορούσαν να ειπωθούν, τις βαρετές
χιλιογραμμένες ζωές των λογοτεχνικών ηρώων. Εγώ και οι άστεγοι άντε και
κανένα ανθρωπάκι που είχε χάσει προσφάτως την δουλειά του και μαζί και τα
λογικά του και έψαχνε τώρα με γυρισμένο μάτι σε τίποτα newage φυλλάδες την λύση (hehadlosthismarbles που θα έλεγαν και οι
Άγγλοι). Τέτοιοι ήμασταν οι θαμώνες των δημόσιων βιβλιοθηκών.
Θυμάμαι μια μέρα,
μέσα στην έπαρση μου -θεωρούσα πως ήμουν ο διανοούμενος της παρέας- είχα πιάσει
ένα βιβλίο του Κάφκα να διαβάσω. Αν δεν με απατά η μνήμη μου ήταν τα Γράμματα
στην Μιλένα. Ένας Θεός ξέρει τι είχα στο μυαλό μου κι έπιασα αυτό το ανυπόφορο
βιβλίο που ακόμα και στα ελληνικά είναι ψυχοβγάλτης με τον Κάφκα να λέει και να
ξαναλέει για τις ερωμένες και τις αρραβωνιαστικιές του και να μην βγάζει ούτε
και ο ίδιος άκρη. Εν πάσει περιπτώσει θυμάμαι πως κάποια στιγμή με πήρε ο
ύπνος. Κάτι έλεγε στο βιβλίο για αγγέλους. Την θυμάμαι την λέξη Engel.
Ίσως να ήταν η Μιλένα ο άγγελος. Και κάτι για τις δαιδαλώδεις
μεγαλουπόλεις και για τον ίδιο τον Κάφκα που ένιωθε ένα πιόνι πιονιού…
Κοιμήθηκα και
θυμάμαι ακόμα την ενάργεια εκείνου του ονείρου που είδα και η αλήθεια είναι πως
ίσως να μην το συγκρατούσα αν ο υπάλληλος δεν με ξυπνούσε φωνάζοντας από πάνω
μου την λέξη Griecher.Στο όνειρο ήμουν πάλι στην βιβλιοθήκη στον πρώτο όροφο μόνο που
μπορούσα να δω κάτω στο ισόγειο την τζαμαρία. Μια κοπέλα χτυπούσε με πάθος το
τζάμι. Το πρόσωπο της παραμορφωμένο από κάποιο φόβο που και η ίδια δεν είχε
φανταστεί πως είναι δυνατόν να υπάρχει.
'Halloistdajemand?'άκουγα την φωνή της σιγασμένη
μέσα από το τζάμι.Έτρεξα κάτω και βγήκα στο δρόμο να την συναντήσω. Φορούσε ένα
λευκό φόρεμα κι είχε λεπτά δάχτυλα που ήθελα να τα φιλήσω. Μου είπε πως την
έλεγαν Μιλένα και πως χρειάζεται την βοήθεια μου γιατί ο αγαπημένος της της
έχει γράψει ένα γράμμα όμως δεν την αφήνουν να περάσει μέσα να το παραλάβει.
Έτρεξα πίσω στην βιβλιοθήκη κατέβηκα στο υπόγειο στο τομέα με τα βιβλία του
Κάφκα, πήρα το βιβλίο 'γράμματα στην Μιλένα', το δανείστηκα στο γκισέ και βγήκα
έξω να της το δώσω. Μου είπε πως δεν ήξερε πως να με ευχαριστήσει και πως αυτό
ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για μένα. Άνοιξα τα χέρια μου και μου
γέμισε τα χέρια ένα σωρό φωτεινά, ολόχρυσα νομίσματα. 'Αν σου κλέψουν
την αγάπη σου, με αυτά θα την αγοράσεις πίσω' μου είπε.
Αυτό ήταν το
όνειρο και παρότι είχα τις υποψίες μου για το πως γίνεται μια ηρωίδα του Κάφκα
να λέει ατάκες από παραμύθια το πίστεψα σαν ένα αληθινό σημάδι από τον Θεό ή
τέλος πάντων από κάποιον, τον οποιοδήποτε, προστάτη του
έρωτα. Παρόλαυτα συνέχισα να ζω το ερωτικό μου μαρτύριο, καυγαδίζοντας και
κλαίγοντας όλα τα βράδια πάνω από την αγάπη μου…
Η πορεία μας ήταν
βέβαια χωρίς επιστροφή. Λίγους μήνες μετά θα χωρίζαμε με ακόμα περισσότερα δάκρυα
από μένα κι ακόμα περισσότερα νεύρα από αυτήν. Εκείνη θα επέστρεφε στην Ελλάδα
για να ηρεμήσει κι εγώ θα συνέχιζα να περνάω τις ώρες μου στη βιβλιοθήκη,
έχοντας μάθει πια να διαβάζω καλύτερα τα γερμανικά. Στην αρχή δεν είχαμε καμία
επικοινωνία, όμως μετά αρχίσαμε να μιλάμε και πάλι στο τηλέφωνο. Με νοιαζόταν,
την νοιαζόμουν έλεγα. Διάολε τόσα είχαμε περάσει μαζί. Σε μια από αυτές
τις συζητήσεις, επαναλαμβάνοντας βέβαια πως με αγαπάει, μου εξομολογήθηκε πως
εκείνη είχε προχωρήσει με την ζωή της και πως είχε βρει ένα νέο σύντροφο. Με
παρακάλεσε μάλιστα να μην γελάσω γιατί το αγόρι της ήταν οδηγός ταξί κι εγώ την
διαβεβαίωσα πως δεν το έβρισκα καθόλου αστείο και πως
δεν είχα τέτοιες κοινωνικές προκαταλήψεις. Κατέβασα το ακουστικό κι
ύστερα από τις πρώτες μαύρες σκέψεις θυμήθηκα την Μιλένα και τα ατελείωτα
χρυσά της κέρματα κι ένιωσα πολύ ικανοποιημένος με την επιλογή του νέου
συντρόφου γιατί σκέφτηκα πως όπως και να 'χει ένας οδηγός
ταξί θα τα χρειαζόταν τα ψιλά…