Το «Μυθιστόρημα» αποτελεί το δεύτερο μυθιστορηματικό έργο του Θωμά Συμεωνίδη μετά το «Γίνε ο ήρωάς μου!» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Συγκροτείται σε 24 αυτοτελή κεφάλαια που συνδέονται εσωτερικά μεταξύ τους. Αν επιχειρήσουμε να κατηγοριοποιήσουμε ειδολογικά το βιβλίο, θα λέγαμε ότι πρόκειται για την ενσωμάτωση κειμένων μικρής φόρμας στη μεγάλη. Πρωταγωνιστής εδώ είναι ο «ΑΥΤΟΣ», μία ανώνυμη προσωπικότητα, έναν άνθρωπο που αναμετριέται με την ταυτότητά του και φανερώνει τον ψυχισμό του ως τόπο συνάντησης της μνήμης με τη ρευστότητα. Μέσα από την ενδοσκόπηση συνειδητοποιεί τη μοναξιά του, την εργασιακή ανασφάλεια και τον απελευθερωτικό χαρακτήρα του προτάγματος Non serviam. Ο εσωτερικός του κόσμος μας καλεί να αναμετρηθούμε με το ασαφές, το αβέβαιο. Διακειμενικά επηρεασμένος από τα ομότιτλα έργα των Γιώργου Σεφέρη και Γιώργου Χειμωνά, ο συγγραφέας αναμετριέται με τις δυνατότητες που προσφέρει το μυθιστορηματικό είδος.
«Κατεβαίνετε μια ράμπα που οδηγεί σε ένα ξέφωτο, ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, σε έναν πολύ μακρύ διάδρομο στρωμένο με ένα κόκκινο χαλί που αναπτύσσεται παράλληλα προς το ξέφωτο. Στο τέλος του διαδρόμου διακρίνετε με δυσκολία μια άλλη ράμπα, ανοδική αυτήν τη φορά. Το ξέφωτο είναι περιμετρικά κλεισμένο με γυαλί. Πάνω σε αυτό, εδώ και εκεί, αυτοκόλλητα μπλε πουλιά με ανοιχτά φτερά. Στον διάδρομο μπροστά σας εμφανίζονται τέσσερις φιγούρες, τη μία εκ των οποίων έχετε σίγουρα ξαναδεί. Προχωρούν και ανά διαστήματα χορεύουν σιωπηλά. Προσπαθείτε να τις πλησιάσετε, αλλά κάποιος εμφανίζεται μπροστά σας και σας λέει πως του χρωστάτε μια απάντηση. Τώρα; ρωτάτε. Τώρα, απαντάει. Μπορούμε να μιλήσουμε κάπου πιο ήρεμα; ρωτάτε. Εδώ, απαντάει δείχνοντας προς το ξέφωτο. Επιλέγει ένα κλειδί από μια αρμαθιά και σαν από συνήθεια ξεκλειδώνει στις τέσσερις γωνίες ένα γυάλινο διάφραγμα που ανοίγει στο ξέφωτο. Προλαβαίνετε να δείτε τις φιγούρες φωτισμένες να συνεχίζουν να χορεύουν σιωπηλά στον διάδρομο και μετά να εξαφανίζονται. Καθώς διασχίζετε το μεταίχμιο, το φως σάς τυφλώνει. Παράξενη χώρα ο θάνατος, σκέφτεστε καθώς ακούτε την πόρτα να κλειδώνει πίσω σας.»
Πώς προέκυψε η επιλογή του τίτλου;
Πολλοί είναι οι λόγοι που με οδήγησαν στον συγκεκριμένο τίτλο, αν και πρέπει να ομολογήσω ότι δεν μου ήταν καθόλου εύκολη η απόφαση. Ακόμα και τώρα, αισθάνομαι μια αμηχανία, κυρίως λόγω του συμβολικού φορτίου που έχει το «Μυθιστόρημα» ως τίτλος: «Μυθιστόρημα» ο Σεφέρης το 1935, «Μυθιστόρημα» ο Χειμωνάς το 1966. Ωστόσο, πέρα από τον σεβασμό και την αγάπη που έχω για τον Σεφέρη και τον Χειμωνά, η επιλογή του τίτλου δεν έχει να κάνει με έναν «φόρο τιμής», αλλά περισσότερο με ένα αίτημα σύνδεσης, επαφής και ενεργοποίησης ενός άξονα που θεωρώ κρίσιμο στην ελληνική λογοτεχνία. Αυτό το αίτημα έχει και μια μορφή πιο προσωπική καθώς διακατέχομαι από την αγωνία της επαφής με την ελληνική πραγματικότητα, με την ελληνική λογοτεχνική παράδοση – ζω μόνιμα στη Γαλλία από το 2010 και αυτή είναι μια συνθήκη που με οδηγεί αναπόφευκτα σε μια συνεχή διερώτηση της σχέσης μου με την Ελλάδα. Από την άλλη, δεν μπορώ να σας κρύψω ότι με τη συγκεκριμένη επιλογή τίτλου, ήθελα να θέσω το σχήμα μιας γενικότερης διερώτησης: τι σημαίνει μυθιστόρημα, ποια είναι τα όρια του μυθιστορήματος σήμερα.
Το Μυθιστόρημα δίνει την εντύπωση ότι συνδυάζει το μυθιστόρημα και το διήγημα.
Το «Μυθιστόρημα» δομείται σ' ένα σύνολο 24 ενοτήτων. Η κάθε ενότητα έχει τη δική της αυτοτέλεια αλλά την ίδια στιγμή έχει και τη δική της λειτουργία στη σύνθεση που είναι το «Μυθιστόρημα». Θα μπορούσα να μιλήσω ίσως για μια λογική μικρής φόρμας μέσα στη μεγάλη. Ωστόσο, η έκταση στην προκειμένη περίπτωση θεωρώ ότι είναι κατά κάποιο τρόπο πλασματική και παραπλανητική. Το πλέγμα των διακειμενικών αναφορών, το ζήτημα της οικονομίας στους ρεαλιστικούς δείκτες, σε συνδυασμό με τη βασική αρχή οργάνωσης που δηλώνεται ήδη από τον τίτλο νομίζω ότι τελικά μας οδηγούν ειδολογικά στο μυθιστόρημα, σε μία λιγότερο συμβατική του θεώρηση ίσως, αλλά θέλω να ελπίζω πιο γόνιμη και πιο διερευνητική.
Μπορείτε να μας περιγράψετε τον κεντρικό ήρωα του βιβλίου που φέρει την προσφώνηση «ΑΥΤΟΣ»;
Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου που δηλώνεται όντως με την αντωνυμία «ΑΥΤΟΣ» είναι καταρχήν ένα βασικό στοιχείο συνοχής του «Μυθιστορήματος», καθώς εμφανίζεται ή υπονοείται σε κάθε ενότητα του έργου. Η επιλογή να μην αποδοθεί όνομα στον συγκεκριμένο χαρακτήρα δηλώνει μια συνθήκη αποπροσωποποίησης που συμβαίνει σε δύο επίπεδα: αυτό της εξωτερικής πραγματικότητας και αυτό στο εσωτερικό του ήρωα. Σε αυτή τη διπλή συνθήκη αποπροσωποποίησης συμμετέχει την ίδια στιγμή μια διαδικασία ανοιχτότητας και σύνδεσης με διαφορετικά επίπεδα πραγματικότητας που ορίζονται από τη μνήμη, την ψευδαίσθηση, το μυθικό και το άχρονο. Η προσφώνηση «ΑΥΤΟΣ» δηλώνει περισσότερο ένα διάγραμμα συνδέσεων και κινήσεων στον χώρο και στον χρόνο, ένα περίγραμμα ύπαρξης που έχει ενσωματωμένο στο εσωτερικό του έναν ήρωα που περιγράφεται με ρεαλιστικούς δείκτες (πού μένει, τι δουλειά κάνει, ποια είναι η χαρτογραφία των κινήσεων του στο Παρίσι), αλλά την ίδια στιγμή αυτός ο ήρωας δηλώνεται ως προς την κατασκευή του (η σχέση με τον συγγραφέα και η δήλωση του συγγραφέα ως αυτοαναφορά) και εν τέλει, ως προς την οικουμενικότητα της κίνησής του.
Στο βιβλίο διακρίνεται η εσωτερική φωνή, η στροφή στον ψυχισμό του ανθρώπου.
Σας ευχαριστώ για τη λεπτή αλλά ουσιαστική επισήμανση, πρόκειται για «εσωτερική» φωνή, την οποία αντιδιαστέλλω στην προφορικότητα, τη γλώσσα των συμβάσεων και της καθημερινότητας. Η εσωτερική φωνή είναι λόγος, μέσα σε ένα σώμα, είναι ένα αίτημα επιβίωσης στο εσωτερικό μιας πραγματικότητας. Δεν νομίζω ότι με αφορά τόσο η απόδοση μιας ηθογραφίας, η εμμονή στο λεκτικό ως τόπο φανέρωσης μιας παράδοσης, η αποκαλυπτικότητα ενός χαρακτήρα ή μιας διαντίδρασης μέσα από την απομόνωση διαλόγων, εκφορών. Όλα αυτά άλλωστε, έχουν τον χαρακτήρα μιας πολιτισμικής κριτικής μέσα από την αμεσότητα της σύνδεσης με την επικαιρότητα και την ανάδειξη κυρίαρχων χωρικών και χρονικών πλαισίων, με άλλα λόγια, όλα αυτά υπάρχουν σε ένα επίπεδο πραγμάτευσης που είναι η αφορμή, αλλά όχι η βασική μου εστίαση. Η φωνή από την άλλη, η εσωτερική φωνή, είναι μία μορφή ριζικής αποπλαισίωσης, που μέσω της αφαίρεσης, οδηγεί στο ανθρώπινο, σε αυτό το ασαφές πεδίο που είναι ο ψυχισμός του ανθρώπου, στο οποίο όμως, ασκείται σταθερά μια τρομακτική βία συμμόρφωσης: άλλοτε είμαστε στο έλεος ανθρώπων και καταστάσεων, άλλοτε είμαστε στο έλεος της ζωής, άλλοτε είμαστε στο έλεος του ίδιου του εαυτού μας. Η εσωτερική φωνή λοιπόν, πολύ περισσότερο από την αναπαράσταση γεγονότων και πλαισίων, είναι η δήλωση μιας τραγικής συνθήκης: η απόπειρα αλλά και το αδύνατο της εξοικείωσης με την ανθρώπινη φύση και το χώρο που ορίζει μέσα στην πραγματικότητα.
Η αφήγηση πλάθεται με τρόπο δαιδαλώδη και χωρίς χρονικούς προσδιορισμούς.
Το υλικό που κλήθηκε να παγιδεύσει το «Μυθιστόρημα» είναι αρκετά ρευστό, για αυτόν τον λόγο ίσως υπάρχουν συνειδητά συγκεκριμένες επιλογές που θα μπορούσαν να θεωρηθούν φορμαλιστικές: ο τίτλος, η διακειμενικότητα, οι 24 ενότητες (ραψωδίες). Γενικότερα, μέσα σε ένα διάγραμμα προσδιορισμών θέλησα να ορίσω μια δομή, δείκτες πραγματικότητας και νοήματος προκειμένου να υπάρχει μια λογική κατάφασης, αποδοχής και συμφιλίωσης με αυτό που είναι η ζωή αποφεύγοντας την πλήρη καταδίκη της και απαξίωσή της ως παράλογης. Νομίζω ότι η σχέση μας με τον χώρο και τον χρόνο είναι ψευδαισθητική, το αίτημα της ζωής στο εδώ και στο τώρα είναι αδύνατο ως προς την ικανοποίησή του. Η κίνησή μας ορίζεται περισσότερο από μια συνθήκη αποπροσανατολισμού και για αυτόν τον λόγο, η αφήγηση στο «Μυθιστόρημα» δείχνει να φέρει όλο τον αποπροσανατολισμό, τη σύγχυση και την αβεβαιότητα ως προς το νόημα και τα πράγματα. Από την άλλη, η εστίαση σε αυτά θέλω να πιστεύω ότι οδηγεί περισσότερο στην εξέταση επανορθωτικών κινήσεων και τρόπων συμφιλίωσης και λιγότερο στον μηδενισμό και την παράλυση.
Θα συμφωνούσατε ότι στο βιβλίο κυριαρχούν εναλλασσόμενα δίπολα όπως αυτά της πραγματικότητας και της ψευδαίσθησης, της μετουσίωσης και της διάψευσης;
Υπάρχουν τα στοιχεία που αναφέρετε αλλά έχω μια δυσκολία να τα εντάξω σε μια διπολική λογική –αν δεν είναι το ένα, είναι το άλλο, ή, το ένα ως αντίθετο του άλλου, ή από το ένα στο άλλο και αντίστροφα. Η αντίστασή μου σε μια τέτοια λογική, προέρχεται, επίσης, από το γεγονός ότι συγκεκριμένες σχολές σκέψης, με τις οποίες δεν έχω μεγάλες συγγένειες, ξεκινούν από μια τέτοια υπόθεση. Προσωπικά, δίνω μεγαλύτερη έμφαση σε λογικές οργάνωσης οι οποίες είναι πιο κοντά στην έννοια του αστερισμού, του διαγράμματος, του δικτύου και γενικότερα σε αρχιτεκτονικές, όχι τόσο με την κατασκευαστική έννοια του όρου, όσο με τη αυτή της οργάνωσης σχέσεων. Από αυτή την άποψη, πραγματικότητα, ψευδαίσθηση, μετουσίωση και διάψευση συνυπάρχουν σε μια λογική διαδρομών σε υλικούς, ψυχικούς και νοητικούς χώρους, βρίσκονται σε σχέση μεταξύ τους, χωρίς να είναι ευκρινές σε ποια επικράτεια βρισκόμαστε κάθε φορά.
Τι εννοείτε όταν γράφετε ότι τόσο η ζωή όσο και ο θάνατος είναι «παράξενες χώρες»;
Με αυτές τις διατυπώσεις μεταφέρω μια δική μου αίσθηση για τη ζωή και τον θάνατο, αλλά την ίδια στιγμή, αντλώντας από την πολυσημία του όρου, δηλώνω και μια σχέση με την έννοια της χώρας όπως τη συναντούμε στον Πλάτωνα και όπως σχολιάστηκε μεταγενέστερα σε διάφορες στιγμές της ιστορίας της φιλοσοφίας. Η χώρα έχει να κάνει με την επικράτεια, τον οριοθετημένο χώρο αλλά την ίδια στιγμή η έννοια του οριοθετημένου φέρει έντονα το στοιχείο της κατασκευής. Μιλώντας λοιπόν για «παράξενες χώρες» ήθελα ίσως (και όλα αυτά τα σκέφτομαι αναδρομικά και κάνω υποθέσεις τώρα) να δηλώσω αυτή την απροσδιοριστία που είναι η ζωή και ο θάνατος, τη συνύπαρξή τους, το στοιχείο της λογικής που τα κάνει προσεγγίσιμα μέχρι ενός σημείου, το στοιχείο του μύθου που τα κάνει διαχειρίσιμα μέχρι ενός σημείου και πάλι.
Μιλήστε μας για τις λογοτεχνικές σας επιρροές.
Διαβάζω τα πάντα ως μυθοπλασία πλέον, κυρίως ό,τι έχει να κάνει με το πεδίο των ανθρωπιστικών επιστημών. Από αυτή την άποψη, οι λογοτεχνικές μου επιρροές θα μπορούσαν να είναι μορφές λόγου όπως αυτές που συναντάει κανείς στην αρχαία ελληνική φιλοσοφία, στη Βίβλο, στον Καρτέσιο, στον Νίτσε, αλλά και στη σύγχρονη φιλοσοφία, όπως το «Tractatus» του Wittgenstein, την «Αισθητική Θεωρία» του Adorno. Σε μια λογική διαμεσικότητας θα αναγνώριζα και κάποιες επιρροές από τις εικαστικές τέχνες. Αν θέλουμε να μιλήσουμε όμως με αυστηρά λογοτεχνικούς όρους, κρίσιμη ήταν η επιρροή του J.M.Coetzee, μέσω του οποίου επέστρεψα στον Samuel Beckett (ο Coetzee έχει αφιερώσει τη διδακτορική του διατριβή στον Beckett), με συγκεκριμένα φίλτρα ανάγνωσης –ερευνητικά και βιωματικά ταυτόχρονα. Γενικότερα, με ενδιαφέρει πολύ η κλασική λογοτεχνία και προσπαθώ να έχω μια όσο το δυνατόν καλύτερη εποπτεία. Νομίζω, επίσης, ότι διαμορφώθηκα μέσα από τον υψηλό μοντερνισμό. Τελικά, δεν είμαι σίγουρος αν μπορώ να μιλήσω για επιρροές, θα προτιμούσα όρους όπως συνάφεια, συγγένεια, εγγύτητα αλλά και μια λογική θεώρησης που θα αναγνωρίζει κατά τόπους ομοιότητες, αντιστοιχίες, συγκλίσεις. Από αυτή την άποψη, αισθάνομαι μεγαλύτερη σχέση με το έργο του Beckett, με το οποίο ασχολούμαι ερευνητικά και μεταφραστικά, με ένα ενδιαφέρον που παραμένει αμείωτο και δύσκολα θα κοπάσει. Σε ό,τι έχει να κάνει με την ελληνική λογοτεχνική παραγωγή, αισθάνομαι ότι βρίσκομαι σε σχέση (με τους όρους που ανέφερα πιο πάνω) με το έργο του Σεφέρη, του Χειμωνά και του Δημητριάδη.
Πώς αντιλαμβάνεστε τη σχέση μεταξύ Μύθου και Ιστορίας;
Με ενδιαφέρει η ιστορία, αισθάνομαι όλο και μια μεγαλύτερη ανάγκη να
προσεγγίσω και να κατανοήσω την πραγματικότητα με όρους ιστορίας. Θεωρώ όμως ότι η ιστορία δεν είναι μόνο τα γεγονότα και η διάταξή τους με χρονολογικούς όρους, αλλά και μια μήτρα παθογένειας και παρανόησης και αυθαίρετων προβολών στο παρόν και στο μέλλον. Για αυτόν τον λόγο αποκτά μια κρισιμότητα η σχέση ανάμεσα στον Μύθο και την Ιστορία. Τον Μύθο, εκτός από υπόθεση ή πλοκή ή διάταξη γεγονότων με μια συγκεκριμένη αιτιολογία ή φορέα νοήματος που έχει μια διαχρονικότητα, τον αντιλαμβάνομαι και με μία πιο διαφορετική έννοια, αυτή του Λόγου. Περισσότερο με ενδιαφέρει μάλλον, η εσωτερική κίνηση της σκέψης και κυρίως οι αρνητικές εκδοχές αυτής της κίνησης, οι παθογένειες του Λόγου. Από αυτή την άποψη, στο «Μυθιστόρημα» ο μύθος είναι συνδεδεμένος με την αναλήθεια και το ψεύδος, την ψευδαίσθηση και την αυταπάτη. Με τη θεώρηση του μύθου ως ψεύδους, με ενδιέφερε να υπαινιχθώ το ψεύδος που υπάρχει σε κάθε παραγωγή ενός λόγου με μικρότερη ή μεγαλύτερη αναφορά σε μία προσωπική ή/και συλλογική ιστορία. Στο πρώτο μου μυθιστόρημα «Γίνε ο ήρωάς μου!» και πιο συνειδητά στο δεύτερο, το «Μυθιστόρημα» μπαίνω σε μια διαδικασία να δω την εσωτερική λογική της μυθοπλασίας και μαζί με αυτό την ενδεχομενικότητα που υπάρχει σε κάθε ιστορία, φασματικά τις περισσότερες φορές, μια φασματικότητα η οποία ταυτίζεται με ένα διαρκές αίτημα επανόρθωσης και δικαιοσύνης και αυτό γιατί το στοιχείο της αλήθειας που αποσιωπάται σε μια ιστορία είναι αδύνατο ως προς την εξάλειψή του, υπάρχει έστω και φασματικά, διαρκώς επιστρέφει.
Συγγραφέας: Θωμάς Συμεωνίδης
Τίτλος: Μυθιστόρημα
Έργο εξωφύλλου: Γιώργος Ανδρούτσος, Άτιτλο, κάρβουνο και κιμωλία σε χαρτί 70x50cbm, 2015
Εκδόσεις: Γαβριηλίδης (2017)
Σελίδες: 136