Θυμάμαι ακόμη την πρώτη μέρα που η καθηγήτρια Γαλλικών μπήκε στην
τάξη. Μικροσκοπικά γυαλιά οράσεως, ίσιο περιποιημένο ξανθό μαλλί και
ταγιέρ από εκείνα τα γκρί μάλλινα με το αυστηρό ύφος. Αρχικά κανείς από
τους συμμαθητές μου δεν τη συμπάθησε, είχαμε συνηθίσει άλλωστε στις
οικειότητες με την έτερη καθηγήτρια και τα προδιδαχθέντα Αγγλικά από το
φροντιστήριο. Όλο αυτό ήταν σίγουρα μια ανατροπή. Μια ανατροπή που
παρότι άλλαζε την προφορά, (τόσο αστεία στο άκουσμα), τις μεθόδους του
συντακτικού και έφερνε περίεργες-πρωτάκουστες λέξεις, έμελε να είναι
τόσο γοητευτική και μυστήρια. Σε μερικούς μήνες η σκληρού προφίλ
καθηγήτρια άρχισε να παιδεύει το μυαλό μου προς κατευθύνσεις που δε θα
περίμενε ένας έφηβος. Η Γαλλική γλώσσα δεν ήταν απλώς ένα μάθημα που
πάσχιζα να καταλάβω και να περάσω, άρχισε να γίνεται πόθος και ανάγκη
τουλάχιστον για τις ώρες που διέθετε το σχολικό πρόγραμμα. Στην αρχή
βουνό ανυπέρβλητο, με έκανε να νιώθω πως περισσότερα θα μπορούσα να
καταλάβω σε μια συζήτηση στην κόλαση ανάμεσα σε δαίμονες παρά σε μία
αντίστοιχη στα Γαλλικά. Η κουλτούρα που φέρνει μέσα της όμως αυτή η
γλώσσα είναι η πιο γλυκιά σαγήνη. Μπορεί σήμερα να μη θυμάμαι κάτι
περισσότερο από το να πω το όνομα μου ή μια καλημέρα, στο άκουσμα όμως
μιας λέξης από τα χείλη του Serge Gainsbourg του Louis Chedid ή του Christophe συγκλονίζομαι το ίδιο όπως και την πρώτη φορά που ήρθα σε απαφή με τη Γαλλική μουσική.
Η Ιστορία: Ακόλουθοι ή μιμητές της περιόδου GainsbourgMoodoïd
είχαν καταφέρει το ακατόρθωτο ! Είναι η πρώτη φορά που στην Indie Rock
σκηνή εισάγεται ένας Burlesque ζεστός ήχος μπάσου. Το δράμα και η
κωμωδία απέχουν μεταξύ τους πλέον μόλις μερικές νότες και χρόνους. Είναι
αξιοσημείωτος ο τρόπος που τα κομμάτια του πρώτου τους EP
μεταμορφώνονται κατά στη διάρκεια τους.
Γυρίσματα από αργούς σε
καταιγιστικούς ρυθμούς, πέρασμα από τη θλίψη στο
χιουμοριστικό “πείραγμα” με απρόσμενο αλλά τόσο ελκυστικό τρόπο. Όλα
δείχνουν πως χτυπήσαμε φλέβα μουσικού χρυσού, συνυπολογίζοντας και το
γεγονός πως την παραγωγή στο συγκεκριμένο EP έχει ο Kevin Parker των Αυστραλών Tame Impala. Ο Republic 100.3 τιμά δεόντως το κομμάτι και παρουσιάζει για πρώτη φορά έναν ήχο που ναι μεν μοιάζει πολύ με εκείνον του Connan Mockasin, των Fleet Foxes ή ακόμα και των θρυλικών Gong, ανοίγει όμως διάπλατα την αγκαλιά του και σε συνθέσεις ελεύθερες, σουρεαλιστικές και φρέσκιες.
Ευρηματικότητα: Η μπάντα με τα δύο συνθετικά “Mood” στα
Αγγλικά και “oïd” στα Γαλλικά που σημαίνει “μέσα στο κλίμα” (Διαβάζεται
Μουντοίντ), φέρνει καρπούς στο τέλος του καλοκαιριού του 2014 ενώ δύο
μήνες νωρίτερα δίνει στη δημοσιότητα τρία κομμάτια από το εν λόγω LP με
τίτλο “Le Monde Möö”. Ένα υπέροχο ταίριασμα Γαλλικού στίχου με μελωδικές
ανατροπές, Pop και Rock κεντημένες μαζί με νήμα από την Ανατολή και
μερικές φορές ακόμη και την Αραβική Jazz. Σχεδόν σε όλα τα κομμάτια
δεσπόζει η ονειρική θηλυκή χορωδία από τις τρείς χάριτες των Moodoïd,
τις Clémence Lasme, Lucie Droga και Lucie Antunes. Εμπνευστής και frontman του συγκροτήματος, o πολύ φιλόδοξος Pablo Padovani.
Ο μουσικός που πλάθει έναν δικό του φανταστικό κόσμο με πηλό από
ψυχεδέλεια, ρομαντική Pop και αστραφτερές κιθάρες. Σίγουρα, όχι ο
τυπικός Pop δίσκος που θα περίμενες να ακούσεις, αφού η ακόρεστη όρεξη
του Pablo μπλέκει τόσες πολλές υποκατηγορίες της Pop και της Rock, που
είναι αδύνατον να προσπεράσεις αδιάφορα. Ρίχνοντας μια ματιά και στο
εξώφυλλο του άλμπουμ και σε συνδυασμό με αυτά που περιγράφει ο Padovani
σε συνεντεύξεις του περί ύπαρξης φαντασμαγορικών 24ωρων ντισκοτέκ με
κορίτσια σχεδόν ημίγυμνα και αγόρια με κολλητά παντελόνια και διογκωμένο
καβάλο, θα διαπιστώσετε πως μιλάμε για φαιδρότητα αν όχι γελοιότητα.
Πράγματι, περί αυτού πρόκειται. Οι Γάλλοι μέσα από τις ακολασίες,
τολμούν και παρουσιάζουν κάτι τόσο εκλεπτυσμένα αισχρό στο άτακτο
σύγχρονο μουσικό τοπίο συνάμα όμως με τόση σοβαρότητα και πίστη. Αξίζουν
να τους βγάλουμε το καπέλο για την εξυπνάδα και την εφευρετικότητα
τους.
Μουσική σταχυολόγηση: Η παραγωγή και το χέρι του Kevin Parker
(Tame Impala) είναι εμφανέστατη. Ένας στροβιλίζον ήχος στο υπνωτιστικό
“Les garçons veulent de la magie” (Τα αγόρια θέλουν μαγεία) που ανοίγει
τον δίσκο δημιουργώντας τα πρώτα ερωτήματα για το τι έρχεται παρακάτω.
Ακολουθεί το “La lune” που πρόσφατα συνοδεύτηκε με ένα άκρως ψυχεδελικό
animated video και αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά του Le Monde Möö. Θυμίζει
παραγωγές των Βρετανών Temples και των Αυστραλών Jagwar Ma. Υμνεί το
φεγγάρι, την πανσέληνο και τις νύχτες που θα μείνεις εκεί μέχρι να
ξημερώσει. Μικρή αλλά σημαντική λεπτομέρεια: το είδωλο του Pablo, ο Didier Malherbe από τους Gong
αποδέχτηκε την πρόσκληση του να παίξει εδώ μια παραλλαγή του Doudouk,
μια μικρή αρμενική φλογέρα κατασκευασμένη από ξύλο βερικοκιάς. Η σκυτάλη
στο άκρως ενδιαφέρον “Bleu est le feu” (Η φωτιά είναι μπλέ) με τις
πυρετώδεις ηλεκτρικές κιθάρες, τα διαλείμματα με σαξόφωνο και τα
χορωδιακά φωνητικά που διακόπτονται από ξαφνικές αλλά πολύ ευχάριστες
αλλαγές στο tempo και την τονικότητα, προφανώς και οι Gainsbourg
επιρροές είναι εδώ. Επόμενη στάση, το “Yes and You”. Αν και χάνει λίγη
από την αίγλη της Γαλλικής γλώσσας, φέρνει σε Αμερικάνικη folk, διαθέτει
απίστευτα rifs και τύμπανα και είναι πανέμορφο.
“Les chemins de traverse”, μην σεβαστείς τους γείτονες, άκουσε το στη
διαπασών ! Το κομμάτι που ήρθε λίγο πριν το κλείσιμο της περσινής σεζόν
και έπαιζε διαρκώς και αδιαλείπτως στα Σαββατοκύριακα του Republic
100.3. Ότι πιο εντυπωσιακό, φαντασμαγορικό και ονειρεμένο είχαμε ακούσει
από το καλάθι της ψυχεδελικής Pop το τελευταίο διάστημα. Στα έξι λεπτά
μουσικής πανδαισίας και παραίσθησης χάνεις πραγματικά το μέτρημα των
γυρισμάτων. Ανατολίτικος ήχος που μετατρέπεται σε μυσταγωγία με τρείς
γυναικείες φωνές να τραγουδούν ενώ ο Padovani ψιθυρίζει λόγια σαν
σε καλωσόρισμα σε συμπόσιο στο τέλος ένος κουραστικού λαβυρίνθου.
Οδεύοντας προς το τέλος του δίσκου, τα “Bongo bongo club” και “Heavy
Metal Be Bop 2” αναμειγνύουν Synth Pop και Rock κιθάρες με Jazz και
Nu-Disco πονηρές αναλαμπές μερικών δευτερολέπτων, για εσάνς και
παραπομπή σε δημιουργίες των Arcade Fire (Reflektor). Το
LP θα κλείσει με έναν πειραματικό τρόπο. “Les filles font que le temps
est jouissif” (Τα κορίτσια κάνουν τον χρόνο να περνά ευχάριστα)
αφήνοντας τον κόσμο του Möö, με ένα ταξιδιάρικο τραγούδι και το cello
που κουμπώνει άριστα με τις βρώμικες κιθάρες και τα διάσπαρτα φωνητικά.
Όπως λέει ο δημιουργός του, δεν γνώριζε που θα καταλλήξει με αυτό το
κομμάτι.
Η ψυχεδέλεια, σε όποια μουσική κατηγορία κι αν είχε προσκολληθεί,
πάντα μετέφερε δύναμη, ενέργεια και πνεύμα. Επίσης, δεν υπήρξε ποτέ
μουσική για μέσους ανθρώπους. Οι σοβαροί και μετρημένοι εδώ συνυπάρχουν
με εκείνους που δεν θέτουν όρια σε τίποτα. Το Le Monde Möö είναι το άλμπουμ μέσα στο οποίο μπορείς να χαθείς, να μεταφερθείς σε έναν άλλο κόσμο. Ο Pablo Padovani
είναι ο ιδανικός πιλότος για αυτή τη δουλειά, δεν φοβάται σε καμία
στιγμή για το αποτέλεσμα. Είναι σέξυ, αισθησιακός και σε φτάνει στα όρια
της τρέλας χωρίς να γίνει γελοίος ή ανόητος. Αλήθεια, δεν χρειάστηκε να
ερμηνεύσουμε καμία λέξη, κανένα στίχο από τα Γαλλικά των Moodoïd,
ούτε καν το Αγγλικού στίχου “Yes and You” για να “πέσουμε θύματα” της
πλούσιας γοητείας αυτού του άλμπουμ. Το ξεκίνημα του νεαρού καλλιτέχνη
είναι κάτι παραπάνω από αναπάντεχα αξιόλογο και ελπίζουμε να συνεχίζει
να κοιτάζει το φεγγάρι που φέρνει τα όνειρα και τις παλίρροιες..